Η αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους είναι μόνο «δίκαιη» για τον παλαιστινιακό λαό, δήλωσε σήμερα από τις Βρυξέλλες ο Ισπανός υπουργός Εξωτερικών Χοσέ Μανουέλ Αλμπάρες.
«Οι Παλαιστίνιοι έχουν το δικαίωμα να έχουν κράτος, όπως οι Ισραηλινοί έχουν αυτό το δικαίωμα», πρόσθεσε ο υπουργός, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο πλευρό του Παλαιστίνιου πρωθυπουργού Μοχάμεντ Μουστάφα, ο οποίος έκρινε ότι η απόφαση της Μαδρίτης να αναγνωρίσει παλαιστινιακό κράτος αντιπροσωπεύει “μια σημαντική ώθηση για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή”.
Η Ισπανία, η οποία εδώ και μήνες προσπαθεί να επηρεάσει και άλλες πρωτεύουσες, πήρε αυτή την απόφαση από κοινού με την Ιρλανδία και τη Νορβηγία, που ωστόσο δεν ανήκει στην ΕΕ. Η αναγνώριση από αυτές παλαιστινιακού κράτους θα τεθεί σε ισχύ την Τετάρτη 28 Μαΐου.
Ο Παλαιστίνιος πρωθυπουργός χαιρέτισε αυτή την απόφαση καλώντας όλες τις ευρωπαϊκές χώρες να ακολουθήσουν αυτό το παράδειγμα. «Νομίζω ότι είναι η σωστή απόφαση που πρέπει να πάρετε», σχολίασε. «Αυτή είναι η αρχή μιας νέας φάσης».
Το θέμα διχάζει την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αγωνίζεται να βρει μια κοινή θέση από την έναρξη του πολέμου στη Γάζα.
Ο Μοχάμεντ Μουστάφα θα ταξιδέψει στη Μαδρίτη την Τετάρτη όπου θα γίνει δεκτός από τις ισπανικές αρχές, «ως ισότιμος», σύμφωνα με τον Αλβάρες, την επομένη της αναγνώρισης παλαιστινιακού κράτους από τη Μαδρίτη.
Οι δύο άνδρες επανέλαβαν την έκκλησή τους για άμεση κατάπαυση του πυρός, με τον Μουστάφα να επιμένει ότι η διεθνής κοινότητα το «απαιτεί» τώρα.
«Νομίζω ότι είναι καιρός να υψώσουμε λίγο ακόμη τις φωνές μας και να απαιτήσουμε κατάπαυση του πυρός, νομίζω ότι είναι ώρα να τερματιστεί ο πόλεμος», είπε ο Παλαιστίνιος πρωθυπουργός.
Ο πόλεμος στη Λωρίδα της Γάζας πυροδοτήθηκε από την άνευ προηγουμένου επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο περισσότερων από 1.170 ανθρώπων, κυρίως αμάχων, σύμφωνα με καταμέτρηση του Γαλλικού Πρακτορείου που βασίζεται σε επίσημα στοιχεία.
Η στρατιωτική επιχείρηση που ξεκίνησε ως αντίποινα από το Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο σχεδόν 36.000 ανθρώπων, στη συντριπτική τους πλειονότητα άμαχοι, σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας της Χαμάς.