Στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) παρέπεμψε η Κομισιόν υποθέσεις διαδικασίας επί παραβάσει κατά της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, που αφορούν ψήφους της Ουγγαρίας ενάντια στις θέσεις της ΕΕ στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, και παραβιάσεις του δίκαιου της ΕΕ από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας.
Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της τακτικής δέσμης παραβάσεων για τον μήνα Φεβρουάριο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να παραπέμψει την Ουγγαρία [INFR(2020)2364] στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επειδή δεν ακολούθησε τη θέση της ΕΕ όσον αφορά τις συστάσεις της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ΠΟΥ) σχετικά με την καταχώριση της κάνναβης και των συναφών προς αυτήν ουσιών βάσει δύο συμβάσεων του ΟΗΕ, όπως η θέση αυτή καθορίζεται στην απόφαση (ΕΕ) 2021/3 του Συμβουλίου. Οι συστάσεις αυτές αφορούν αλλαγές στον κατάλογο των ουσιών που τελούν υπό διεθνή έλεγχο.
Σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ, οι αποφάσεις για τη διεθνή καταχώριση ουσιών βάσει της ενιαίας σύμβασης για τα ναρκωτικά του 1961, όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο του 1972, και της σύμβασης για τις ψυχοτρόπους ουσίες του 1971 εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ.
Η απόφαση του Συμβουλίου με την οποία καθορίζεται η θέση της Ένωσης είναι δεσμευτική για τα κράτη μέλη της ΕΕ, σύμφωνα με τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 218 παράγραφος 9) και υποχρεώνει τα κράτη μέλη να ψηφίζουν αναλόγως στην Επιτροπή για τα Ναρκωτικά.
Η Επιτροπή κίνησε διαδικασία επί παραβάσει κατά της Ουγγαρίας, αποστέλλοντας προειδοποιητική επιστολή στις 18 Φεβρουαρίου 2021 και, στη συνέχεια, αιτιολογημένη γνώμη στις 12 Νοεμβρίου 2021. Δεδομένου ότι η απάντηση στην αιτιολογημένη γνώμη δεν ήταν ικανοποιητική, η Επιτροπή αποφάσισε να παραπέμψει την Ουγγαρία στο ΔΕΕ.
Στην περίπτωση της Πολωνίας [INFR(2021)2261] η παραπομπή στο ΔΕΕ αποτελεί συνέχεια διαδικασίας επί παραβάσει την οποία κίνησε κατά της χώρας στις 22 Δεκεμβρίου 2021 με την αποστολή προειδοποιητικής επιστολής και αφορά αποφάσεις που εξέδωσε το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας το 2021, με τις οποίες έκρινε ότι ορισμένες διατάξεις των Συνθηκών της ΕΕ δεν συνάδουν με το πολωνικό Σύνταγμα, κρίση που αμφισβητεί ρητά την υπεροχή του δικαίου της ΕΕ. Στόχος της Επιτροπής είναι να διασφαλίσει ότι τα δικαιώματα των Πολωνών πολιτών προστατεύονται και μπορούν να απολαμβάνουν τα οφέλη της ΕΕ όπως και όλοι οι πολίτες της ΕΕ.
Η Κομισιόν θεωρεί πως το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας παραβίασε με τις αποφάσεις του αυτές τις γενικές αρχές της αυτονομίας, της υπεροχής, της αποτελεσματικότητας και της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, καθώς και της δεσμευτικής ισχύος των αποφάσεων του ΔΕΕ.
Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας δεν πληροί πλέον την απαίτηση περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, λόγω των παρατυπιών που διαπιστώθηκαν στις διαδικασίες διορισμού τριών δικαστών τον Δεκέμβριο του 2015 και στην εκλογή του προέδρου τον Δεκέμβριο του 2016.
Στις 15 Ιουλίου 2022 η Επιτροπή αποφάσισε να αποστείλει αιτιολογημένη γνώμη στην Πολωνία, στην οποία η Πολωνία απάντησε στις 14 Σεπτεμβρίου 2022, απορρίπτοντας το σκεπτικό της Επιτροπής. Η απάντηση της Πολωνίας δεν έκαμψε τις ανησυχίες της Επιτροπής τονίζεται.
Τέλος, η Κομισιόν παρέπεμψε οκτώ κράτη μέλη στο ΔΕΕ λόγω πλημμελούς μεταφοράς και μη κοινοποίησης των εθνικών μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας σχετικά με την προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος [οδηγία (ΕΕ) 2019/1937].
Πρόκειται για την Τσεχία, τη Γερμανία, την Εσθονία, την Ισπανία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο, την Ουγγαρία και την Πολωνία.
Η οδηγία απαιτεί από τα κράτη μέλη να παρέχουν στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος που εργάζονται στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα αποτελεσματικούς διαύλους για την εμπιστευτική αναφορά παραβιάσεων των κανόνων της ΕΕ.
Τα κράτη μέλη όφειλαν να θεσπίσουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της οδηγίας έως τις 17 Δεκεμβρίου 2021. Τον Ιανουάριο του 2022 η Επιτροπή απέστειλε προειδοποιητική επιστολή σε 24 κράτη μέλη, επειδή δεν είχαν μεταφέρει πλήρως στο εθνικό δίκαιο και δεν είχαν ενημερώσει την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα μεταφοράς πριν από τη λήξη της προθεσμίας. Επιπλέον, τον Ιούλιο του 2022 η Επιτροπή απέστειλε αιτιολογημένη γνώμη σε 15 κράτη μέλη και τον Σεπτέμβριο του 2022 σε τέσσερα κράτη μέλη λόγω μη κοινοποίησης μέτρων για την πλήρη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.
Δεδομένου ότι η απάντηση οκτώ κρατών μελών στην αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής δεν ήταν ικανοποιητική, η Επιτροπή αποφάσισε να παραπέμψει τα εν λόγω κράτη μέλη στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.