Η άποψη ότι η κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία κορυφώνεται με την ανάδυση επικίνδυνων εξελίξεων στο διεθνές σκηνικό κερδίζει έδαφος με την κάθε νέα ημέρα στο διεθνή Τύπο. Ο αμερικανικός Τύπος εκφράζει έντονο προβληματισμό για τις πυρηνικές διαστάσεις της μεγάλης αναμέτρησης, την στιγμή που οι Βρετανοί αναλυτές δεν κρύβουν την αγωνία τους για τις τελευταίες εξελίξεις στην Ουκρανία. Ιταλοί και Γερμανοί αναλυτές και δημοσιογράφοι εστιάζουν στον αντίκτυπο που επιφυλάσσει η κλιμάκωση του πολέμου στο εσωτερικό του δυτικού μετώπου.
Από την πλευρά τους, οι Ρώσοι αναλυτές επιλέγουν να εντάξουν τις τελευταίες εξελίξεις σε ένα ευρύτερο, ευρωπαϊκό πλαίσιο. Από την δική τους σκοπιά, ο πόλεμος στην Ουκρανία έρχεται να τροποποιήσει τις ισορροπίες στην Ευρώπη, οι οποίες αναδύθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πολέμου και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Τέλος, αυτήν την εβδομάδα, ο ουκρανικός Τύπος εστιάζει στις απώλειες του Κιέβου στο ανατολικό κομμάτι της χώρας. Ο ουκρανικός Τύπος επιχειρεί να στείλει καθησυχαστικά μηνύματα στην ουκρανική κοινή γνώμη τονίζοντας ότι η μεγάλη αναμέτρηση με την Ρωσία έχει συνέχεια και αφορά ολόκληρη την ουκρανική επικράτεια.
Οι φόβοι για τα πυρηνικά και την κλιμάκωση της κρίσης
«Οι απειλές του Πούτιν αναδεικνύουν τους κινδύνους μιας νέας, πιο επικίνδυνης πυρηνικής εποχής» είναι ο τίτλος της ανάλυσης των David E. Sanger και William J. Broad, η οποία δημοσιεύτηκε στις 1η Ιουνίου στην αμερικανική εφημερίδα «The New York Times». Οι αρθρογράφοι προβάλλουν την άποψη ότι «Η παλιά πυρηνική τάξη, που είχε τις ρίζες της στα αποτελέσματα του Ψυχρού Πολέμου, άρχισε να ξεφτίζει πριν η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία. Σήμερα, δίνει τη θέση της σε μια διαφαινόμενη εποχή διαταραχής που δεν μοιάζει με την προηγούμενη περίοδο. Οι τακτικές υπενθυμίσεις της Ρωσίας τους τελευταίους τρεις μήνες για την πυρηνική της δύναμη, ακόμη και αν σε μεγάλο βαθμό παραμένουν σε επίπεδο ρητορικής, είναι οι τελευταίες αποδείξεις για το πώς η (πυρηνική) απειλή επανεμφανίστηκε με πιο απτό και επικίνδυνου τρόπο (στο διεθνές σκηνικό). (Οι διατυπώσεις της ρωσικής πλευράς) Ήταν αρκετές για να προειδοποιήσει τη Μόσχα ο Πρόεδρος Μπάϊντεν. Πρόκειται για την σιωπηρή αναγνώριση του γεγονότος ότι ο κόσμος έχει εισέλθει σε μια περίοδο αυξημένων πυρηνικών κινδύνων». Οι κ. Sanger και Broad προχωρώντας ένα βήμα πιο πέρα σχετίζουν την νέα απειλή με Κίνα τονίζοντας τα εξής: «Για δεκαετίες, το Πεκίνο ήταν ικανοποιημένο με την κατοχή μερικών εκατοντάδων πυρηνικών όπλων. (Ωστόσο) όταν δορυφορικές εικόνες άρχισαν να δείχνουν νέους διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους να αναπτύσσονται στην άκρη της ερήμου Γκόμπι πέρυσι, στο Πεντάγωνο και στις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών ξεκίνησε συζήτηση σχετικά με το τι σκόπευε ο ηγέτης της Κίνας, ειδικά σε μια εποχή που φαινόταν να οδεύουμε προς μια αντιπαράθεση για την Ταϊβάν. Η απλούστερη θεωρία είναι ότι αν η Κίνα πρόκειται να είναι μια υπερδύναμη, χρειάζεται ένα οπλοστάσιο μεγέθους υπερδύναμης».
Σε αντίθεση με τον αμερικανικό Τύπο, επιλέγοντας να κρατήσει την προσοχή της εστιασμένη αποκλειστικά στην μετεξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία, η βρετανική εφημερίδα «The Guardian», σε ανάλυση του Peter Pomerantsev που δημοσιεύτηκε με τίτλο «Η Ουκρανία πρέπει να διαπραγματευτεί από θέση ισχύος. Αλλά η προσοχή του κόσμου ξεθωριάζει» στις 29 Μαΐου, προειδοποιεί ότι «Καθώς εργαζόμαστε για την ελαχιστοποίηση της απειλής της Ρωσίας σε πρακτικό επίπεδο, μπορούμε επίσης να φτάσουμε σε κάτι μεγαλύτερο: ένα σύνολο διασυνδέσεων (συμφωνιών) ασφάλειας, για ανθρωπιστικά και οικονομικά ζητήματα που θα επαναπροσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο μειώνουμε την επιθετικότητα. Το πρώτο μέρος όπου η απειλή της Ρωσίας πρέπει να ελαχιστοποιηθεί αφορά την ίδια την Ουκρανία. Αυτό θα επιτευχθεί στο πεδίο της μάχης. (Ωστόσο) η Ουκρανία εξακολουθεί να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση αριθμητικά τόσο στους άνδρες όσο και στα όπλα». Ο κ. Pomerantsev προσθέτει και τα εξής: «Ξεκινήσαμε (κατά της Ρωσίας) μια μορφή οικονομικού πολέμου, χωρίς δεσμεύσεις. Αυτό είναι παράλογο και επιτρέπει στο Κρεμλίνο να διαχειριστεί την κοινή γνώμη. Δεν θα ήταν δύσκολο να προσελκύσεις την προσοχή των Ρώσων. Ένα σύντομο βίντεο από τον Arnold Schwarzenegger απευθυνόμενο στους Ρώσους οπαδούς του και καταδίκαζε τον πόλεμο έλαβε εκατομμύρια προβολές. Το ρωσικό τείχος προστασίας στο διαδίκτυο είναι αδύναμο: μπορείτε ακόμα να χρησιμοποιήσετε ραδιόφωνο, WhatsApp, Telegram και YouTube. Όσο μεγαλύτερη είναι η κατανόηση ότι το Κρεμλίνο οδήγησε τους ανθρώπους σε αδιέξοδο, τόσο μεγαλύτερη ώθηση υπάρχει για τις ελίτ να αλλάξουν την κατεύθυνση της χώρας».
Δημοσίευμα της αγγλικής υπηρεσίες της γερμανικής «Deutsche Welle», με τίτλο «Ο Γερμανός Καγκελάριος Όλαφ Σολτς υπερασπίζεται τα όπλα που παραδίδονται στην Ουκρανία», το οποίο δημοσιεύτηκε στις 2 Ιουνίου, έρχεται να πλαισιώσει το παραπάνω δημοσίευμα της «The Guardian». Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η Ουκρανία εκτός από υποστήριξη στο επικοινωνιακό σκέλος του πολέμου χρειάζεται περισσότερα δυτικά όπλα. Και το Βερολίνο κατανοώντας την σοβαρότητα της κατάστασης με αξιοσημείωτη καθυστέρηση, πλέον κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση. «Η γερμανική κυβέρνηση, η οποία παρουσίασε τον προϋπολογισμό της την Τετάρτη, έχει αντιμετωπίσει επικρίσεις για την αντιληπτή απροθυμία της να παραδώσει βαριά όπλα στην Ουκρανία. Εν όψει της ομιλίας του Σολτς, ο αρχηγός της αντιπολίτευσης ζήτησε από τον καγκελάριο να παραμερίσει το προετοιμασμένο κείμενό του και να ξεκαθαρίσει στο κοινοβούλιο το τι όπλα σχεδιάζει να παραδώσει στην Ουκρανία. Υπερασπιζόμενος τη θέση της Γερμανίας, ο Σολτς ανέφερε ότι το Βερολίνο ξεκίνησε να στέλνει όπλα στην Ουκρανία λίγο μετά την έναρξη του πολέμου. Ανέφερε ότι η Γερμανία έχει στείλει μέχρι στιγμής 15 εκατομμύρια σφαίρες, 100.000 χειροβομβίδες και περισσότερες από 5.000 νάρκες. Τις επόμενες εβδομάδες, ο Σολτς δήλωσε ότι η Γερμανία θα παρέχει περισσότερα όπλα, τα αντιαεροπορικά συστήματα IRIS- T», αναφέρει το γερμανικό δημοσίευμα, το οποίο προσθέτει τα εξής: «Η ανακοίνωση αποτέλεσε μια σημαντική αλλαγή πολιτικής μετά από δεκαετίες γερμανικών στρατιωτικών περιορισμών που είχαν τις ρίζες τους στην αιματηρή ιστορία της Γερμανίας του 20ου αιώνα. Αμέσως μετά την εισβολή της Ρωσίας στη γειτονική χώρα, ο επικεφαλής του γερμανικού στρατού δήλωσε ότι τα στρατεύματά του δεν ήταν επαρκώς εξοπλισμένα για στρατιωτική δράση και ότι ‘βαρέθηκε’ την παραμέληση του γερμανικού στρατού».
Ο Ιταλός δημοσιογράφος Furio Colombo στην παρέμβαση του με τίτλο «Σαν να μην ανήκει το φταίξιμο στον Βλαντιμίρ Πούτιν», εστιάζει στο εσωτερικό του δυτικού στρατοπέδου και στην αμφιλεγόμενη στάση ορισμένων πολιτικών την στιγμή που ο πόλεμος στην Ουκρανία εντατικοποιείται. Στο άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 2 Ιουνίου στην ιταλική εφημερίδα «La Republica», ο κ. Colombo αναφέρει ότι στο δυτικό στρατόπεδο, όπως λ.χ. στην Ιταλία, ξεχωρίζουν πολιτικοί και αναλυτές που υποστηρίζουν ότι «τα όπλα (που χρησιμοποιούνται στην Ουκρανία) είναι αμερικανικά και χωρίς αυτά τα όπλα ο κόσμος θα ήταν ειρηνικός. Το θέμα υποστηρίζεται με πάθος από ορισμένους Ιταλούς που πετιούνται με αλεξίπτωτο εγκαίρως σε εκπομπές συζήτησης και θέατρα που δηλώνουν ότι γνωρίζουν με βεβαιότητα ότι για την καταστροφή που προκαλεί η Ρωσία ευθύνονται οι ΗΠΑ. Όλοι ζούμε μια κακή στιγμή (ξέρετε πώς αρχίζει, αλλά δεν ξέρετε πώς τελειώνει και αν όλα ξεκινούν με παράλογο τρόπο, όπως στην περίπτωσή μας, ο κίνδυνος είναι μεγάλος). Αλλά υπάρχουν εκείνοι που μας λένε ότι βλέπουν τον κίνδυνο σχεδόν μόνο στα βρώμικα χέρια νέων, ειδικών, απίστευτων όπλων των Αμερικανών, και ενώ οι Ρώσοι βομβαρδίζουν πόλεις και χωριά μέρα και νύχτα για να αφήσουν πτώματα στην άκρη του δρόμου οι ειρηνευτικές διαδηλώσεις συχνά στοχοποιούν την Αμερική».
Η αγγλόφωνη αραβική εφημερίδα «Gulf News» με έδρα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, συμμερίζεται την απαισιοδοξία της «The New York Times» για την τροπή των εξελίξεων στο διεθνές σκηνικό. Σε κύριο άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 2 Ιουνίου με τίτλο «ΗΠΑ και ΕΕ με νέες κινήσεις ενδέχεται να κλιμακώσουν τη σύγκρουση στην Ουκρανία» προειδοποιεί ότι «Καθώς ο κόσμος αναζητά τρόπους για να τερματίσει τη σύγκρουση στην Ουκρανία, ήδη στον τέταρτο μήνα της, τις τελευταίες δύο ημέρες οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση έλαβαν αποφάσεις, οι οποίες υποτίθεται «τιμωρούν» την Ρωσία. Πρόκειται για αποφάσεις που θα κλιμακώσουν τη σύγκρουση και θα διευρύνουν το πεδίο της». Στην συνέχεια του δημοσιεύματος τονίζονται τα εξής: «Οι νέες δυτικές κινήσεις είναι ατυχείς. Αντιβαίνουν ευθέως στον διακηρυγμένο στόχο να επιδιώξουν τον τερματισμό του πολέμου που σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, έχει αφήσει πίσω του σχεδόν 4.000 νεκρούς, και ανάγκασε περισσότερους από 14 εκατομμύρια ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Ελπίζουμε ότι η Ρωσία, οι ΗΠΑ και η ΕΕ θα υιοθετήσουν μια ορθολογική στάση σε μια σύγκρουση που τείνει να μετεξελιχθεί, λόγω αυτών των όλο και πιο επιθετικών κινήσεων, σε έναν άλλο παγκόσμιο πόλεμο».
Ρωσία και Ουκρανία ετοιμάζονται για τα χειρότερα
«Ποιος απειλείται από την εμφάνιση του μεγαλύτερου στρατού στην Ευρώπη;» είναι ο τίτλος της ανάλυσης του Peter Akopov που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του ρωσικού πρακτορείου ειδήσεων «Ria» στις 31 Μαΐου. «Στην ηχηρή δήλωση του Γερμανού Καγκελάριου Όλαφ Σολτς ότι ‘η Γερμανία θα έχει σύντομα τον μεγαλύτερο συμβατικό στρατό στην Ευρώπη στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ’, αντέδρασε η Μόσχα. Ο Σεργκέι Λαβρόφ δήλωσε ότι τα λόγια (του Γερμανού Καγκελάριου) ρίχνουν φως στην αναβίωση των ‘φιλοδοξιών’ της Γερμανίας», αναφέρει ο κ. Akopov, ο οποίος προσθέτει τα εξής: «Ολόκληρη η μεταπολεμική παγκόσμια τάξη του Ατλαντικού, ολόκληρη η ενότητα της Δύσης, βασίζεται σε μια απλή φόρμουλα: Την διατήρηση των ΗΠΑ στην Ευρώπη, τη Ρωσία εκτός Ευρώπης και τη Γερμανία υπό έλεγχο. Όσο η Γερμανία εξαρτάται από τους Αγγλοσάξονες, τουλάχιστον στρατιωτικά, κανένας πανευρωπαϊκός στρατός δεν είναι ρεαλιστικός. (Ωστόσο) όπως δήλωσε ο Σολτς στα τέλη Φεβρουαρίου, είναι ‘καιρός για τη Γερμανία να μεγαλώσει’, όχι μόνο εγκαταλείποντας την ενεργειακή συνεργασία με τη Ρωσία, αλλά και αυξάνοντας τις αμυντικές δαπάνες και ενισχύοντας τη στρατιωτική της παρουσία στην Ανατολική Ευρώπη. Το επόμενο βήμα ήταν η δήλωση του για τον μεγαλύτερο στρατό στην Ευρώπη. Οι Γερμανοί είναι έτοιμοι να αυξήσουν τον στρατό τους επειδή δεν θέλουν να χάσουν τον έλεγχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Ο Eugene Dykyi σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ουκρανική εφημερίδα «Gazeta» με τίτλο «Είναι γεγονός ότι υποχωρούμε στο Ντονμπάς. Αλλά δεν τίθεται ζήτημα καταστροφής» στις 29 Μαΐου, προβάλλει την άποψη ότι «Η προσωρινή παράδοση πόλεων και χωριών στους κατακτητές είναι ένα εξαιρετικά δυσάρεστο αλλά αναπόφευκτο μέρος του μεγάλου πολέμου». Ο αρθρογράφος, υπό την σκιά των τελευταίων εξελίξεων στο ανατολικό κομμάτι της Ουκρανίας, αναφέρει τα εξής: «Το βασικό πράγμα που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι το διακύβευμα του πολέμου δεν είναι αποκλειστικά το Ντονμπάς, αλλά ολόκληρη η Ουκρανία. Και οι μάχες, οι απώλειες και οι υποχωρήσεις εκεί πρέπει να αναλυθούν μόνο στο πλαίσιο ολόκληρου του μεγάλου πολέμου. Η μάχη για το Ντονμπάς απελευθερώνει χρόνο και πόρους για τα άλλα μέρη του μετώπου, και ο κύριος πόρος είναι ο χρόνος που κερδήθηκε. Μια σημαντική πτυχή: η υποχώρηση πραγματοποιείται με ταχύτητα που επιτρέπει στους πολίτες να εγκαταλείψουν τα πεδία μάχης και τις πόλεις που μπορεί να καταλάβει ο εχθρός εκ των προτέρων».