Ελληνικά χρυσά κοσμήματα συγκαταλέγονται μεταξύ των αρχαιοτήτων που λείπουν από το Βρετανικό Μουσείο, υποστήριξε ο έμπορος τέχνης Ιτάι Γκρέιντελ, που πρώτος διαπίστωσε τις κλοπές στο λονδρέζικο ίδρυμα και ενημέρωσε τη διεύθυνσή του.
Εν τω μεταξύ, ο πρόεδρος των επιτρόπων διοίκησης του Βρετανικού Μουσείου Τζορτζ Όσμπορν επιβεβαίωσε πως περίπου 2.000 αντικείμενα πιστεύεται ότι έχουν κλαπεί από το ίδρυμα, αν και κάποια έχουν αρχίσει να ανακτώνται.
Ο Βρετανοδανός κ. Γκρέιντελ, που ειδικεύεται σε ρωμαϊκά κοσμήματα και εντόπισε κλοπιμαία από το Βρετανικό Μουσείο να πωλούνται στο eBay, δήλωσε στον Guardian: «Ανακάλυψαν επίσης (στο Βρετανικό Μουσείο) ελληνικά χρυσά κοσμήματα που έλειπαν ή είχαν καταστραφεί, είχαν κοπεί σε κομμάτια με ψαλίδι ή πένσα ή είχαν διαλυθεί με σφυρί ή είχε αφαιρεθεί ο χρυσός. Αυτά χάθηκαν για πάντα».
Είπε επίσης πως έχει ενημερωθεί ότι το προσωπικό του μουσείου ανακάλυψε πως σχεδόν μια ολόκληρη συλλογή 942 πετραδιών που δεν είχε καταγραφεί με λεπτομέρεια έχει χαθεί. «Αν δεν μπορούν να τα ταυτοποιήσουν, τότε πώς μπορούν να επιστραφούν στο μουσείο;» διερωτήθηκε ο Δανός ειδικός σε ρωμαϊκές αρχαιότητες.
Ο Έλληνας ειδικός στην αναγνώριση κλεμμένων αρχαιοτήτων Χρήστος Τσιρογιάννης, κάτοχος σχετικής έδρας της UNESCO στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, είπε ότι υποπτεύεται πως το Βρετανικό Μουσείο δεν έχει προσδιορίσει την ποσότητα των κλεμμένων αντικειμένων και ποια είναι αυτά είτε διότι έχει ελλιπή στοιχεία είτε διότι ορισμένα δεν τα είχε καταγράψει ποτέ.
«Αυτό εξαλείφει την πιθανότητα να αναγνωριστούν και να διεκδικηθεί η επιστροφή τους», πρόσθεσε ο κ. Τσιρογιάννης.
Όπως επισημαίνει ο Guardian, στον οποίο μίλησαν οι ειδικοί, στη δημόσια βάση δεδομένων του Βρετανικού Μουσείο είναι καταγεγραμμένα 4,5 από τα τουλάχιστον 8 εκατομμύρια αντικείμενα που διαθέτει σε αίθουσες και αποθήκες.
Σε συνέντευξή του πρωί του Σαββάτου στο ραδιόφωνο του BBC, εξάλλου, ο Τζορτζ Όσμπορν απολογήθηκε για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί.
Είπε ότι πιστεύεται πως οι κλοπές γίνονταν επί μεγάλο χρονικό διάστημα και ότι περισσότερα θα μπορούσαν να γίνουν για την αποτροπή τους.
Παραδέχθηκε ότι δεν υπάρχει πλήρης καταγραφή των αντικειμένων που έχει στη διάθεσή του το Βρετανικό Μουσείο, σημειώνοντας ότι σχεδιάζεται ένας νέος χωρίς αποθήκευσης. Μέχρι τότε, όμως, αναγνώρισε πως «κάποιος με γνώση έχει ένα πλεονέκτημα αν θέλει να πάρει ορισμένα από αυτά τα αντικείμενα».
Απέρριψε τις κατηγορίες περί συγκάλυψης από τη διεύθυνση του μουσείου, αποδίδοντας την ανεπαρκή έρευνα των καταγγελιών του Ιτάι Γκρέιντελ σε πιθανή ομαδική άρνηση της ηγεσίας του ιδρύματος να πιστέψει ότι κάποιος εκ των έσω θα μπορούσε όντως να κλέβει αντικείμενα.
Σε ό,τι αφορά τις ανακτήσεις αντικειμένων, είπε ότι υπάρχει ενεργή συνεργασία ατόμων του χώρου των αρχαιοτήτων με το μουσείο. Σημείωσε ότι γίνεται ενδελεχής δουλειά σε συνεργασία με την αστυνομία για να ταυτοποιηθούν τα κλεμμένα αντικείμενα.
Η Μητροπολιτική Αστυνομία έχει ανακρίνει έναν ύποπτο, που πιθανολογείται ότι είναι ο μέχρι πρότινος επιμελητής των ελληνικών συλλογών του Βρετανικού Μουσείου Πίτερ Χιγκς, ο οποίος απολύθηκε.
Ο κ. Γκρέιντελ, εξάλλου, αποδέχθηκε τη συγνώμη του παραιτηθέντος διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου Χάρτβιχ Φίσερ. Στη δήλωση παραίτησης την Παρασκευή ο κ. Φίσερ παραδέχθηκε πως ήταν εσφαλμένη κρίση η κριτική που είχε ασκήσει στον κ. Γκρέιντελ διότι όταν είχε ενημερώσει το μουσείο για τις κλοπές δεν είχε παρουσιάσει το πλήρες μέγεθός τους. Η δήλωσή του είχε επικριθεί ως απόπειρα αποποίησης ευθύνης.
Όπως έγινε γνωστό αργά την Παρασκευή, και ο αναπληρωτής διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου Τζόναθαν Γουίλιαμς συμφώνησε οικειοθελώς να αποσυρθεί από τα συνήθη καθήκοντά του μέχρι να ολοκληρωθεί η ανεξάρτητη έρευνα για τις κλοπές.
Ο κ. Γκρέιντελ είπε ότι η ευθύνη βαραίνει περισσότερο τον κ. Γουίλιαμς παρά τον κ. Φίσερ, καθώς ο πρώτος ήταν ο αρχικός δέκτης των πληροφοριών περί των κλοπών, αλλά αντέδρασε με «ανικανότητα απίστευτης κλίμακας».