Ως ένα «τέρας», στο οποίο επιτρεπόταν από το σύστημα που είχε εγκαθιδρυθεί στα Harrods, να ικανοποιεί τις “άρρωστες ορέξεις του” με “τα πιο ευάλωτα θύματα” που μπορούσε να βρει, περιγράφηκε ο Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν στο Λονδίνο οι δικηγόροι των 20 και πλέον γυναικών που κατηγορούν τον εκλιπόντα μεγιστάνα για βιασμούς και σεξουαλικές επιθέσεις.
Οι σοβαρότατες κατηγορίες από πρώην υπαλλήλους του Αιγύπτιου πρώην ιδιοκτήτη του πολυτελούς πολυκαταστήματος του Λονδίνου ήρθαν στην επιφάνεια με ντοκιμαντέρ του BBC.
Οι δικηγόροι των θυμάτων έκαναν λόγο για ένα «σεξουαλικό αρπακτικό» που “επιτίθετο, τρομοκρατούσε και απειλούσε” τα θύματά του κατά τα 25 χρόνια ιδιοκτησίας των Harrods.
Περίπου 20 από τις γυναίκες που κατηγορούν τον Αλ Φαγέντ ήταν παρούσες. Μία εξ αυτών, η Νατάσα, περιέγραψε πως ως αθώα 19χρονη πίστευε ότι η πρόσληψη στα Harrods ήταν η ευκαιρία της ζωής της. Μέχρι που το μεγάλο αφεντικό την κάλεσε «για δουλειά» στο πολυτελές διαμέρισμά του στην Park Lane του Λονδίνου. Όταν εκείνη μπήκε στο διαμέρισμα, εκείνος κλείδωσε την πόρτα και της επιτέθηκε.
Μετά την απείλησε, όπως είπε, να μη μιλήσει λέγοντάς της ότι γνώριζε πού έμενε εκείνη και η οικογένειά της και ότι αν τον κατήγγειλε δεν θα έβρισκε ξανά δουλειά στο Λονδίνο.
Οι δικηγόροι τόνισαν ότι η διεύθυνση των Harrods οφείλει να αποδεχθεί ευθύνη για το περιβάλλον στο οποίο δρούσε ο ιδιοκτήτης. Περιγράφηκε μία κατάσταση «συστηματικής κακοποίησης» με παρακολουθήσεις των υπαλλήλων με κάμερες και παγιδευμένα τηλέφωνα.
Τα θύματα, είπαν οι δικηγόροι, ακόμα υποφέρουν από εφιάλτες, κατάθλιψη και άγχος.
Η νέα διοίκηση των Harrods, από το 2010, είπε ότι από τη στιγμή που ήδη από το 2023 ήρθαν στην επιφάνεια κατηγορίες κατά του πρώην ιδιοκτήτη έχει τεθεί σε εφαρμογή διαδικασία εξωδικαστικών συμβιβασμών με τα θύματα.
Οι δικηγόροι, πάντως, είπαν ότι θα επιδιώξουν να διεκδικήσουν δικαστικά αποζημιώσεις για τις εντολείς τους.
Έρευνα για τυχόν κακοποίηση υπαλλήλων στο παρελθόν ανακοίνωσε ότι θα διεξαγάγει και ο ποδοσφαιρικός σύλλογος της Φούλαμ, του οποίου επίσης διετέλεσε ιδιοκτήτης ο Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ.