Δεν αναγνωρίζει την απόφαση του τουρκικού δικαστηρίου, δηλώνει στο ΚΥΠΕ ο Τουρκοκύπριος δημοσιογράφος Σενέρ Λεβέντ, ο οποίος βρίσκεται για μια ακόμη φορά στο στόχαστρο της Άγκυρας. Ο κ. Λεβέντ κάνει λόγο για μια πρωτόγνωρη εξέλιξη και τονίζει ότι δεν αναγνωρίζει την απόφαση του τουρκικού δικαστηρίου.
Ο ο κ. Λεβέντ σημείωσε στις δηλώσεις του στο ΚΥΠΕ ότι, από την πρώτη ημέρα της κυκλοφορίας, η εφημερίδα του βρίσκεται στο στόχαστρο του καθεστώτος που έχει εγκαθιδρύσει η Τουρκία στο κατεχόμενο κομμάτι της Κύπρου. Τονίζει ότι στο παρελθόν η «Αφρίκα-Αβρούπα» δέχθηκε επιθέσεις και οι δημοσιογράφοι της οδηγήθηκαν σε σειρά «δικών».
Πρόσφατα, η «Αβρούπα» βρέθηκε εκ νέου στο στόχαστρο της Άγκυρας με αφορμή ένα δημοσίευμα, το οποίο θεωρήθηκε από την τουρκική πλευρά ως προσβλητικό για το πρόσωπο και το αξίωμα του Τούρκου Προέδρου. «Η πρεσβεία κατήγγειλε αυτό το δημοσίευμα. Και στη συνέχεια ξεκίνησε δίκη, στο τέλος της οποίας αθωώθηκα. Δικηγόρος μου υπήρξε ο Τατζάν Ρεϊνάρ, ο οποίος παραιτήθηκε από το αξίωμα του «εισαγγελέα» για να με υπερασπιστεί», δηλώνει.
Σχετικά με τη «δίκη» στα κατεχόμενα, ο κ. Λεβέντ προσθέτει ότι σήμερα εκκρεμεί η απόφαση του «εφετείου». Οπως ανέφερε, το «δικαστήριο» αθώωσε τον ίδιον και στη συνέχεια η «εισαγγελία», περίπου πριν από δυο χρόνια, άσκησε έφεση σε αυτήν την απόφαση. «Ακόμη δεν έχει ανακοινωθεί η απόφαση (της έφεσης). Θα συμφωνήσει (το δικαστήριο) με την αρχική απόφαση; Ή θα διατάξει νέα δίκη; Αυτό δεν το γνωρίζω», σημειώνει ο κ. Λεβέντ.
Η δίκη στην Άγκυρα
Ο Τ/κ δημοσιογράφος προσθέτει ότι την περίοδο της άσκησης έφεσης στην αρχική απόφαση του «δικαστηρίου», ενημερώθηκε ότι ξεκίνησε νέα «δίκη», αυτήν τη φορά σε δικαστήριο της Άγκυρας. Στη νέα δίκη, ο ενάγων ήταν ο Πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Για τη νέα «δίκη», ο κ. Λεβέντ ενημερώθηκε από την «αστυνομία».
Σχετικά με τη δίκη στην Άγκυρα, ο κ. Λεβέντ επισημαίνει ότι δεν του δόθηκε το δικαίωμα της υπεράσπισης. Και αυτό διότι, μετά το ξεκίνημα της νέας δίκης, κανείς δεν τον ενημέρωσε για την πορεία της υπόθεσης. Και τελικά, δίχως να του ζητηθεί υπεράσπιση, τον Νοέμβριο του 2021, το τουρκικό δικαστήριο τού επέβαλε ποινή ενός έτους. Με βάση τον τουρκικό Ποινικό Κώδικα, το δικαστήριο αρχικά μείωσε αυτήν την ποινή σε 10 μήνες. Και τελικά τη μετέτρεψε σε χρηματικό πρόστιμο ύψους 9000 λιρών Τουρκίας. Οι 9000 χιλιάδες αντιστοιχούν σε 30 λίρες Τουρκίας για κάθε από τις 300 ημέρες που ο κ. Λεβέντ υποτίθεται θα παρέμενε στην φυλακή. Επίσης, σύμφωνα με τη νέα απόφαση του τουρκικού δικαστηρίου, ο κ. Λεβέντ καλείται να πληρώσει στον Πρόεδρο της Τουρκίας το ποσό των 5100 ΤΛ, ως έξοδα της δίκης.
«Δεν αναγνωρίζω την απόφαση»
Σε δυο σημαντικά σημεία αναφέρθηκε στη συνέχεια ο κ. Λεβέντ. Πρώτον, ότι με τη νέα κίνησή της, η Άγκυρα ξεκαθαρίζει ότι δεν εμπιστεύεται την τ/κ «δικαιοσύνη». «Δεν με εκπλήσσει αυτή η εξέλιξη καθώς πλέον η Τουρκία δεν αναγνωρίζει τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ», προσθέτει.
Δεύτερον, αναφέρει, «εφόσον δεν αναγνωρίζουν την απόφαση του εγχώριου δικαστηρίου και εγώ δεν αναγνωρίζω την απόφαση του δικού τους δικαστηρίου. Άλλωστε, όπως τονίζει ο δικηγόρος μου, ο κ. Ρεϊνάρ, ένα άτομο δεν μπορεί να καταδικαστεί δυο φορές για το ίδιο αδίκημα».
Ο κ. Λεβέντ μοιράζεται με το ΚΥΠΕ και δυο προβληματισμούς, οι οποίοι αφορούν το μέλλον της τ/κ κοινότητας. Από τη μια προβληματίζεται για το γεγονός ότι η ανακοίνωση της απόφασης του τουρκικού δικαστηρίου έρχεται να δυσχεράνει τη θέση και τις κινήσεις των Τ/κ νομικών που επανεξετάζουν την όλη υπόθεση. Ο κ. Λεβέντ κάνει λόγο για άσκηση έμμεσης πίεσης προς τους Τ/κ νομικούς.
Από την άλλη, ο κ. Λεβέντ προβάλλει την άποψη ότι η Τουρκία, με τη νέα κίνηση της, ως μια κατοχική δύναμη, εντατικοποιεί τις πιέσεις που ασκεί στην τ/κ κοινότητα.
Τέλος, απαντώντας στο ερώτημα για το τι θα μπορούσε να ακολουθήσει στη νέα περίοδο, εφόσον ο ίδιος δεν λαμβάνει υπόψη του την απόφαση του τουρκικού δικαστηρίου, ο κ. Λεβέντ τονίζει ότι, «δεν έχω μια ξεκάθαρη απάντηση. Δεν γνωρίζω το τι θα μπορούσε να συμβεί καθώς πρόκειται για μια πρωτόγνωρη υπόθεση, δίχως προηγούμενο. Θα μπορούσαν να ζητήσουν τη φυλάκιση μου εδώ, στο νησί με βάση τη συνεργασία (των κατεχομένων) με την Τουρκία; Αυτό δεν το γνωρίζω».