Της Ελίνας Σταματίου
e.stamatiou@alphacyprus.com.cy
Συνελήφθη το 2013 από το καθεστώς Άσσαντ επειδή τόλμησε να διαφωνήσει με την πολιτική της Κυβέρνησης. Κλείστηκε για τρεις μήνες σ’ ένα από τα διαβόητα κέντρα κράτησης των υπηρεσιών ασφαλείας. Bασανίστηκε και είδε συγκρατούμενούς του να εκτελούνται εν ψυχρώ. Όσοι γλύτωσαν έναν γρήγορο θάνατο σάπιζαν αργά από τις ασθένειες. Μετά την αποφυλάκισή του διέφυγε στην Τουρκία όπου ζει μέχρι σήμερα.
Συρία 13 χρόνια μετά, 231 χιλιάδες άμαχοι νεκροί , 157 χιλιάδες συλλήψεις, 113 χιλιάδες αγνοούμενοι, 15 χιλιάδες θύματα βασανιστηρίων… Ό,τι άφησε πίσω του ο συριακός εμφύλιος. Ένα μοντέρνο ολοκαύτωμα από έναν σύγχρονο Χίτλερ. Μια χώρα πνιγμένη στο αίμα από τον ίδιο τον ηγέτη της. Η πτώση του απολυταρχικού καθεστώτος, έφερε στο φως και το μέγεθος των εγκλημάτων του.
Ένα από τα χιλιάδες θύματα, ο Mohammad Kassem ένας 38χρονος μηχανικός ηλεκτρονικών υπολογιστών που τα τελευταία 10 χρόνια ζει στην Τουρκία. Ο Μοχάμεντ διέφυγε από τη Συρία γιατί συνελήφθη από το καθεστώς Άσσαντ επειδή τόλμησε να εκφράσει την αντίθεσή του στην Κυβέρνηση, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
«Βρισκόμουν στο γραφείο μου. Ήμουν υπάλληλος (στο δημόσιο). Δύο ένοπλοι άνδρες ήρθαν στο γραφείο μου και ρωτούσαν ποιος είναι ο Μοχάμεντ και τελικά με βρήκαν. Μου είπαν πως ο Διοικητής θέλει να μου μιλήσει. Οπότε ήξερα ότι θα με πάρουν σε κάποιο Τμήμα των Υπηρεσιών Ασφαλείας. Πήγαμε στο γραφείο ασφαλείας, το οποίο σχετίζεται με τη Διοίκηση της Υπηρεσίας για την οποία δουλεύαμε. Παντού στη Συρία, όλες οι μεγάλες (δημόσιες) Υπηρεσίες έχουν γραφείο ασφαλείας. Με πήγαν λοιπόν μαζί με άλλα 13 άτομα σε εκείνο το γραφείο ασφαλείας και μας έκαναν οι στρατιώτες εκεί ένα «πάρτι καλωσορίσματος»
Ρωτώντας τον τι είδους καλωσόρισμα ήταν αυτό, ο Μοχάμεντ ήταν αφοπλιστικός.
«Οι στρατιώτες και οι υπάλληλοι του γραφείου ασφαλείας άρχισαν να μας χτυπούν τυχαία. Κάποιοι μάλιστα έχασαν τα μάτια τους από την αρχή. Είναι ζήτημα τύχης, τίποτα περισσότερο»
Η πολιτική Άσσαντ – ιδιαίτερα κατά τα χρόνια του εμφυλίου από το 2011 και μετά – εφαρμοζόταν με σιδηρά πυγμή, γι’ αυτό φρόντιζαν οι αξιωματικοί των Υπηρεσιών Ασφαλείας, που διοικούσαν τα διαβόητα κέντρα κράτησης και τις φυλακές – κολαστήρια… εκεί όπου η έννοια’ άνθρωπος’ δεν είχε καμία απολύτως αξία. Ένα από αυτά τα κέντρα, το τμήμα 227 της Δαμασκού, ήταν αυτό στο οποίο μεταφέραν τον Μοχάμεντ και τους συναδέλφους του, αμέσως μετά τη σύλληψή του. Εκεί ο 38χρονος πέρασε τρεις ολόκληρούς μήνες, ζώντας και βλέποντας πράγματα έξω από κάθε λογική.
«Πήραν τα ρούχα μας και τα έβαλαν πάνω στο κεφάλι μας και μας μετέφεραν στο Τμήμα 227 των Υπηρεσιών Ασφαλείας. Όταν μπήκαμε μέσα, μας πήγαν στο υπόγειο. Η μυρωδιά σε σκότωνε… Οι άνθρωποι σάπιζαν ζωντανοί. Κάποιοι τότε άρχισαν να κλαίνε, δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο στη Συρία. Αλλά εγώ το είχα φανταστεί γιατί είχα διαβάσει ένα σχετικό βιβλίο, το «The snail». Μας χώρισαν. Αυτό το Τμήμα είχε διάφορα δωμάτια και μια σάλα. Με έβαλαν σ’ ένα από αυτά τα δωμάτια και χώρισαν και τους υπόλοιπους 13 σε διάφορα δωμάτια»
«Υπήρχαν συνολικά πέντε δωμάτια. Κάθε δωμάτιο είχει όνομα, Α1, Α2, Α3, Α4, Α5 και ένα από αυτά τα δωμάτια ήταν το λεγόμενο «Δίχτυ. Δεν έχω ιδέα, γιατί το έλεγαν έτσι, αλλά νομίζω επειδή ήταν το χειρότερο. Πέρασα δέκα μέρες μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο. Από εκεί 1-2 άτομα την ημέρα έβγαιναν νεκροί»
Όταν πήγε στο ‘Δίχτυ’ όπως μου είπε, μόλις είχαν πεθάνει τέσσερις άνθρωποι και ζωντανοί είχαν μείνει μόνο δέκα. Ωστόσο ο ίδιος πέρασε τον περισσότερο χρόνο στο Α1.
«Όταν μπήκα σ’ αυτό το δωμάτιο υπήρχαν μέσα περίπου 80 άτομα, το δωμάτιο είχε εμβαδό 4Χ5 μέτρα και το μόνο που υπήρχε ήταν ένας ανεμιστήρας και μια τουαλέτα. Υπήρχαν δωμάτια που δεν είχαν ούτε τουαλέτα κι οι άνθρωποι έπρεπε να περιμένουν γιατί τους άνοιγαν για να πάνε μόνο δύο φορές την ημέρα. Μας είχαν εκεί κλεισμένους χωρίς ρούχα, μόνο με τα εσώρουχα»
Μπάνιο δεν έκαναν αφού κανένα από τα δωμάτια δεν είχε ντουζιέρα, στην κυριολεξία όπως μου είπε, δεν είχαν καν σαπούνι.
«Οι δερματικές ασθένειες άρχισαν να μας σκοτώνουν. Είχα πολλές δερματικές ασθένειες όπως κι οι άλλοι που ήταν εκεί. Βασικά, πολλοί πέθαιναν εξαιτίας των δερματικών ασθενειών. Ξέρεις… είσαι σε ένα υπόγειο, καθόλου καθαρός αέρας, ούτε αρκετό φαγητό, το χειρότερο φαγητό που μπορείς να φανταστείς και ήμασταν μαζεμένοι πολλοί άνθρωποι»
«Υπήρχε τόσος συνωστισμός μέσα σε αυτά τα 20 τ.μ. που κάθε φορά ένιωθα ένα πόδι ή ένα χέρι πάνω μου. Κοιμόμασταν ο ένας πάνω στον άλλο, αν και δεν κοιμόμασταν πολύ. Μας τιμωρούσαν με το να μας αναγκάζουν να στεκόμαστε για πολύ ώρα. Όταν άρχιζε το σώμα μας να κουράζεται υπερβολικά, κοιμόμασταν όπου βρίσκαμε, δεν είχε σημασία για εμάς»
«Εκείνο τον καιρό αν θυμάσαι, η Αμερική είχε απειλεί το συριακό καθεστώς ότι αν χρησιμοποιήσει χημικά όπλα θα το καταστρέψει. Ήταν το 2013. Μας υποχρέωναν να στεκόμαστε γύρω στις 20 με 22 ώρες την ημέρα, είχαμε μόνο 2-4 ώρες να κάτσουμε»
Τα πόδια του Μοχάμεντ και των συγκρατουμένων του είχαν κυριολεκτικά διαλυθεί από την ορθοστασία.
«Υπάρχει ένα φαινόμενο που μπορεί να συμβεί στον άνθρωπο. Τα πόδια πρήζονται και γίνονται σαν του ελέφαντα. Είχαν πρηστεί τόσο πολύ που δεν μπορούσαμε να ακουμπήσουμε το γόνατό μας»
Όλο κι όλο το φαγητό που τους έδιναν κατά τη διάρκεια της ημέρας ήταν μισό αυγό μια φέτα ψωμί και λίγο ρύζι. Ο Μοχάμεντ μέσα στους τρεις μήνες που έμεινε εκεί έχασε το 50% του βάρους μου.
Η φωτογραφία του από την ταυτότητα κρατουμένου που του έβγαλαν μετά τους τρεις μήνες όταν έφυγε από το Τμήμα 227 της Δαμασκού και μεταφέρθηκε στην Κεντρική Φυλακή της συριακής πρωτεύουσας, δεν διαφέρει σε τίποτα από τις φωτογραφίες κρατουμένων των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης της δεκαετίας του ’40.
«Τη 10η μέρα που βρισκόμουν στο 227 με πήραν για ανάκριση. Με κρέμασαν από τα χέρια, από την οροφή ώστε τα πόδια να μην ακουμπάνε στο έδαφος. Οπότε όλο το βάρος έπεφτε πάνω στα χέρια μου. Μετά από μία ώρα άρχισα να μην τα αισθάνομαι, να μην αισθάνομαι όλο μου το σώμα. Άρχισα να αναπνέω γρήγορα, η καρδιά μου χτυπούσε πολύ δυνατά και γρήγορα. Τότε κατάλαβα ότι τελειώνει ο χρόνος μου, οπότε τους είπα ‘εντάξει, θα παραδεχτώ τα πάντα… ότι έκανα λάθος’, αρκεί να με αφήσουν. Κι αυτό έγινε. Εγώ βέβαια ήμουν πολύ πιο τυχερός σε σύγκριση με άλλους. Κάποιους τους είχαν κρεμασμένους για μέρες. Κάποιοι μάλιστα πέθαναν από τη γάγγραινα στα χέρια τους»
Στο υπόγειο του 227 υπήρχαν νέοι, γέροι, ακόμη και παιδιά. Ένας από τους συγκρατούμενους του Μοχάμεντ ήταν μόλις 12 χρόνων. Κατά τη διάρκεια των τριών μηνών που παρέμεινε εκεί, είδε να βγαίνουν από το δωμάτιό του επτά άνθρωποι νεκροί.
«Είδα ανθρώπους με πολτοποιημένο κεφάλι. Δεν μπορούσες να δεις κεφάλι, και ήταν πεσμένοι μέσα σε λίμνη αίματος»
«Ξέρεις γινόταν μια μάχη. Κάποιες φορές οι αντάρτες έκαναν επίθεση στο καθεστώς και το αντίθετο. Όταν το καθεστώς είχε απώλειες, έρχονταν μέσα για να πάρουν εκδίκηση. Έτσι διάλεγαν τυχαία κάποιους ανθρώπους και τους εκτελούσαν εν ψυχρώ. Θυμάμαι ένα βράδυ όταν πήραν κάποιον από το δωμάτιο έξω κι άρχισαν να τον κτυπούν στο κεφάλι με μεταλλικές ράβδους, μέχρι που το κεφάλι του διαλύθηκε τελείως. Πέθανε αμέσως. Σε κάποιες περιπτώσεις κάποιοι άνθρωποι άρχισαν να χάνουν τα λογικά τους, άρχισαν να βλέπουν οράματα»
«Κάποια άλλη στιγμή έβγαλαν από ένα άλλο δωμάτιο κάποιον στη σάλα που βρισκόταν στη μέση και μας διέταξαν όλους να σηκωθούμε όρθιοι. Όταν σηκώθηκα έριξα μια μικρή ματιά σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Δεν είδα το κεφάλι του, είχε διαλυθεί τελείως από τα χτυπήματα με τις ράβδους και βρισκόταν πεσμένος μέσα σε μια λίμνη αίματος»
«Ένα άλλο βράδυ κάποιος που είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά του, φώναξε ‘Κάτω ο Άσσαντ!’. Τον πήραν έξω στη σάλα και είχε την ίδια μοίρα… τον σκότωσαν. Δεν διάλεγαν ποιον θα πάρουν, εξαιτίας κάποιου λόγου. Έπιαναν όποιον ήθελαν τυχαία»
Θυμάμαι έναν άλλο άνδρα, καταγόταν από μια περιοχή λίγο έξω από τη Δαμασκό… εμάς τουλάχιστον μας επέτρεπαν να κάτσουμε 3-4 ώρες την ημέρα. Εκείνος στεκόταν όρθιος συνέχεια, δεν τον άφηναν να κάτσει καθόλου. Τα πόδια του είχαν αρχίσει να σαπίζουν. Το αίμα είχε αρχίσει να βγαίνει από τα πόδια του με την μορφή ενός κίτρινου υγρού που μύριζε πολύ άσχημα. Σάπιζε ζωντανός. Όταν με έβγαλαν από εκεί, αυτός ήταν ακόμη ζωντανός, αλλά νομίζω δεν είχε ελπίδα να ζήσει, εκτός κι αν του έκοβαν τα πόδια»
«Θυμάμαι έναν ηλικιωμένο, γύρω στα 70, ακόμη έχω στο μυαλό μου το πρόσωπό του. Τον πήραν για ανάκριση και όταν γύρισε ήταν σαν πεθαμένος. Δεν ήξερε καν πού βρίσκεται, τα είχε χαμένα. Τον είχαν κρεμάσει ανάποδα από τα πόδια και τον είχαν έτσι για ώρες»
« Ένα άλλο περιστατικό με έναν άλλο κρατούμενο, τον έβγαλαν έξω, του έβαλαν μεταλλικές χειροπέδες και τον κρέμασαν από το ταβάνι. Αυτές οι χειροπέδες άρχισαν να κόβουν τα χέρια του, τους μυς, μέχρι που έφτασαν στα κόκκαλα. Μετά από τρεις μέρες τον έριξαν πάλι πίσω στο δωμάτιο, τα χέρια του ήταν μαύρα. Μετά από δύο μέρες πέθανε»
Στο σκοτάδι της φρίκης του 227 ο Μοχάμεντ γνώρισε τον Χαλίλ, έναν συνομήλικό του που καταγόταν από την επαρχία της Συρίας. Έγιναν φίλοι και όσο βρίσκονταν εκεί έδινε ο ένας στον άλλο κουράγιο. Ο Χαλίλ ωστόσο δεν στάθηκε το ίδιο τυχερός με τον Μοχάμεντ…
«Ο Χαλίλ ήταν ένας απλός άνθρωπος. Δούλευε στον Λίβανο. Είχε ένα παιδί. Είχε έρθει στη Συρία για να δει την οικογένειά του. Τον έπιασαν στα σύνορα. Καταγόμασταν από την ίδια περιοχή και γίναμε φίλοι. Μια μέρα μας έβγαλαν έξω και άρχισαν να μας χτυπάνε με κάτι καλώδια. Αυτά τα καλώδια είχαν πάνω κάτι σαν μικρές βελόνες. Ο Χαλίλ ήταν άτυχος, μια από αυτές τις βελόνες τρύπησε και πέρασε στο σώμα του. Στη φυσιολογική ζωή κάτι τέτοιο δεν είναι πρόβλημα, παίρνεις φάρμακα και μετά από 1-2 μέρες είσαι καλά. Άλλα για εμάς που ήμασταν σ’ εκείνο το δωμάτιο, γεμάτο μικρόβια, χωρίς φροντίδα, χωρίς γιατρό, το πόδι του μολύνθηκε, άρχισε να πρήζεται πολύ και να κιτρινίζει. Όσο περνούσε ο καιρός ο Χαλίλ αρρώσταινε όλο και περισσότερο, μέχρι που έχασε τα λογικά του. Άρχισε να βλέπει οράματα. Μου μιλούσε νομίζοντας πως μιλάει στη γυναίκα του. Έλεγε ασυνάρτητα πράγματα. Ίσως από την μόλυνση στο αίμα, ίσως από την έλλειψη ύπνου… Μια μέρα ο Χαλίλ, πήρε τα παπούτσια του και τα έβαλε κάτω από τον ώμο του και μου λέει ‘θα πάω να συναντήσω την μάνα μου, με περιμένει κάτω από εκείνο το δέντρο’. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι δεν θα αντέξει… κι έτσι έγινε. Την επόμενη μέρα πέθανε»
«Έβλεπα νεκρούς σχεδόν κάθε μέρα. Κάποιες φορές, μάλιστα, κοιμόμασταν μαζί τους στο ίδιο δωμάτιο. Άφηναν πτώματα μέσα στο δωμάτιό μας για μια μέρα. Νομίζω ήταν ένας τρόπος για να μας τιμωρήσουν. Κάθε πρωί έρχονταν οι φρουροί και μας ρωτούσαν: ‘Έχετε κανένα νεκρό σκυλί;’. Κάθε πρωί μας έκαναν την ίδια ερώτηση. Συνεπώς, πώς ένιωσα όταν έχασα τον Χαλίλ; Ένιωσα συντετριμμένος»
Το μόνο που δεν φυλακίστηκε σε εκείνο το υπόγειο ήταν η σκέψη όσων είχαν την ατυχία να βρεθούν έρμαια ενός αρρωστημένου καθεστώτος. Τη λιγοστή ώρα που μπορούσαν να κλείσουν τα μάτια, το μυαλό τους δραπέτευε.
«Ονειρευόμασταν και τα όνειρα που βλέπαμε ήταν παρόμοια. Ονειρευόμασταν δέντρα, ανοιχτούς χώρους και ότι τρώγαμε γλυκά»
Όταν μετά από τρεις μήνες ο Μοχάμεντ βγήκε από το τμήμα 227 μεταφέρθηκε στις Κεντρικές Φυλακές της Δαμασκού, όπου παρέμεινε έγκλειστος για άλλους επτά μήνες. Από τις ιστορίες που άκουσε εκεί από συγκρατούμενούς του, συνειδητοποίησε ότι το 227 δεν ήταν το μοναδικό κολαστήριο του Άσσαντ. Σαν αυτό υπήρχαν πολλά σε όλη τη χώρα.
«Ο Άσσαντ και οι Διοικητές του διέπραξαν πολλά εγκλήματα. Είδες τις φωτογραφίες από τη φυλακή Sednaya. Ακόμη βρίσκουν ομαδικούς τάφους στη Συρία. Κάποιοι από αυτούς τους τάφους έχουν μέσα χιλιάδες ανθρώπους. Χρησιμοποίησε χημικά όπλα ενάντια στον λαό του, τον λαό που τον εμπιστεύθηκε. Πιστέψαμε ότι ήταν ένας μορφωμένος άνθρωπος και θα διοικήσει σωστά τη χώρα του, αλλά ήταν ένας εγωπαθής. Ποιο είναι το μήνυμά μου; Θέλουμε δικαιοσύνη. Ο κόσμος θέλει δικαιοσύνη, ελπίζω η ανθρωπότητα να έχει τη σοφία να το συνειδητοποιήσει»