Το σίριαλ των συναντήσεων Μπάιντεν – Ερντογάν, το οποίο ξεκίνησε από την πρώτη ημέρα της θητείας του προέδρου των ΗΠΑ, φαίνεται πως καλά κρατεί, επιβεβαιώνοντας πως οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες και τους δύο αρχηγούς κρατών παραμένουν τεταμένες, ιδίως εξαιτίας της αγοράς από την Άγκυρα των ρωσικών πυραύλων S-400.
Ενώ όλο το προηγούμενο διάστημα ο τουρκικός φιλοκυβερνητικός Τύπος, καθώς και ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν, προεξοφλούσαν τη συνάντηση των δύο προέδρων στη Ρώμη, στο πλαίσιο της Συνόδου των G20, οι προσδοκίες του «σουλτάνου» μετατίθενται για τη Γλασκώβη.
Υπενθυμίζεται πως ο Ταγίπ Ερντογάν είχε προαναγγείλει τετ α τετ με τον Τζο Μπάιντεν με βασικό θέμα στην ατζέντα τα F-35, σημειώνοντας χαρακτηριστικά πως «θα πάρουμε αυτά τα 1,4 δισ. με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Πιστεύω πως θα σημειώσουμε πρόοδο. Θα το συζητήσουμε φυσικά με τον Μπάιντεν στη σύνοδο των G20 στη Ρώμη».
Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν πρόκειται να συμβεί. «Με τον Μπάιντεν μάλλον δεν θα συναντηθούμε στη σύνοδο των G20 στη Ρώμη, αλλά θα συναντηθούμε πιθανότατα στη Γλασκώβη. Στη συνάντησή μας το σημαντικότερο θέμα είναι το ζήτημα της πληρωμής των 1,4 δισ. δολαρίων που έχουμε κάνει για τα F-35. Σχετικά με αυτή την πληρωμή, φυσικά, θα χρειαστεί να συζητήσουμε μαζί τους πώς θα μας επιστραφεί» είπε ο Ερντογάν στον τουρκικό Τύπο, ενώ επέστρεφε αεροπορικώς από το Αζερμπαϊτζάν.
Αυτή είναι η δεύτερη φορά που ο τούρκος πρόεδρος προαναγγέλλει συνάντηση με τον ομόλογό του και τελικά δεν πραγματοποιείται.
Οι δύο ηγέτες είχαν κατ’ ιδίαν συνάντηση τον Ιούνιο, στο περιθώριο της ετήσιας συνόδου του NATO. Αντίθετα, ο Μπάιντεν δεν υποδέχθηκε τον Ερντογάν, όπως ήλπιζε ο τελευταίος, τον Σεπτέμβριο, όταν πήρε μέρος στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη.
Τεταμένες οι σχέσεις
Παρότι ο Ερντογάν πήρε πίσω την απειλή να απελάσει δέκα δυτικούς πρεσβευτές -συμπεριλαμβανομένου αυτού των ΗΠΑ- η διένεξη της Αγκυρας με την Ουάσιγκτον για το ζήτημα του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400 και τη συνεπακόλουθη ακύρωση της σύμβασης για την αγορά αμερικανικών μαχητικών F-35 από την Τουρκία (1,4 δισεκ. δολάρια) παραμένει ανεπίλυτη.
Ο Ερντογάν ευελπιστεί ότι, αντί των F-35, οι ΗΠΑ θα πουλήσουν στην Τουρκία μαχητικά F-16 και πακέτα εκσυγχρονισμού αυτών που έχει ήδη.
Εκπρόσωπος του Πενταγώνου, ο αντισυνταγματάρχης Αντον Σέμελροθ, δήλωσε ότι αντιπροσωπεία του αμερικανικού υπουργείου Αμυνας μετέβη στην Αγκυρα για να «διευθετηθεί η διαφορά» των δύο κρατών σχετικά με τα F-35. Ωστόσο, πολλά θα εξαρτηθούν από τη στάση του Μπάιντεν απέναντι στον τούρκο ηγέτη, αφού τα έθνη τους απέφυγαν διπλωματική κρίση για την απελευθέρωση του κρατούμενου Οσμάν Καβαλά.
«Μια κρίση ίσως πρωτοφανούς μεγέθους ήταν πιθανή, εάν δεν επιλυόταν αυτό το πρόβλημα» δηλώνει στους Financial Times ο Ozgur Unluhisarcikli, διευθυντής του German Marshall Fund, ενός αμερικανικού think tank στην Άγκυρα. «Αλλά [το γεγονός] ότι έχει επιλυθεί δεν σημαίνει ότι δεν έχει αφήσει μια πικρή γεύση».
Μια διπλωματική κατάρρευση αποφεύχθηκε αφού και οι δύο πλευρές ανέκρουσαν πρύμναν. Οι ΗΠΑ πρόσφεραν διέξοδο δηλώνοντας τη δέσμευσή τους στο 41ο άρθρο της Σύμβασης της Βιέννης, εδάφιο της οποίας διατυπώνει την υποχρέωση του διπλωματικού προσωπικού να σέβεται τους νόμους και τους κανονισμούς του κράτους υποδοχής, καθώς και το καθήκον τους να μην αναμειγνύονται στις εσωτερικές υποθέσεις του ίδιου κράτους.
Στον «αέρα» η συνάντηση
Η Άγκυρα «είδε με καλό μάτι» το γεγονός ότι στις προσπάθειες διαμεσολάβησης πρωτοστάτησε ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Τουρκία, σύμφωνα με διπλωμάτες που γνωρίζουν τον τρόπο σκέψης της τουρκικής κυβέρνησης, με τον Ερντογάν να προσδοκά να συναντηθεί με τον Μπάιντεν στη Γλασκώβη. Ωστόσο, ενδεχόμενη συνάντηση δεν έχει επιβεβαιωθεί από τον Λευκό Οίκο.
«Συνεχίζουμε να επιδιώκουμε τη συνεργασία όπου μπορούμε και να πιέζουμε εκεί που χρειάζεται» επισημαίνει ανώτερος αξιωματούχος της κυβέρνησης Μπάιντεν.
Άλλοι, ωστόσο, είναι πιο προσεκτικοί. Ένα άτομο που γνωρίζει τις συζητήσεις εντός της κυβέρνησης Μπάιντεν επισημαίνει ότι πολλοί αμερικανοί αξιωματούχοι που πιστεύουν στη συνεργασία με τον Ερντογάν έχουν «χάσει έδαφος».
Ο Τζέιμς Τζέφρι, υποστηρικτής των καλών σχέσεων με την Άγκυρα κατά τη διάρκεια της θητείας του ως διπλωμάτης στις κυβερνήσεις Μπους, Ομπάμα και Τραμπ, δηλώνει ότι η απειλή απέλασης των πρέσβεων από τον Ερντογάν είχε ξεπεραστεί, αλλά αποδεικνύει ότι «η πρόθεσή του είναι να προκαλέσει τους δυτικούς συμμάχους τους, όχι τους Ρώσους και Ιρανούς εχθρούς του».
«Ρεαλιστικά, το ΝΑΤΟ και η Τουρκία χρειάζονται ο ένας τον άλλον. Αλλά η τάση του Ερντογάν να στρέφεται κατά των δυτικών εταίρων του «δηλητηριάζει» αυτό που σε διαφορετική περίπτωση θα θεωρούνταν ως καλή σχέση» παρατηρεί.