Σε συζητήσεις για την ακριβή σημασία λέξεων και το πεδίο εφαρμογής του Συντάγματος αναλώθηκαν οι δικηγόροι του Ντόναλντ Τραμπ ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ που εξέτασε την Πέμπτη αν είναι δυνατόν να απαγορευτεί η συμμετοχή του πρώην προέδρου στις εκλογές λόγω των προτροπών σε εξέγερση.
Το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει τη 14η Τροπολογία του Συντάγματος των ΗΠΑ που απαγορεύει στους ομοσπονδιακούς αξιωματούχους που «εμπλέκονται σε εξέγερση ή επανάσταση» κατά της κυβέρνησης να κατέχουν δημόσιο αξίωμα.
Ειδικότερα, όπως σημειώνει το BBC, οι δικαστές θα πρέπει να καθορίσουν αν η διάταξη ισχύει για τους προέδρους των ΗΠΑ ή μόνο για τα μέλη του Κογκρέσου και άλλους κατώτερους ομοσπονδιακούς αξιωματούχους των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι δικαστές θα πρέπει ακόμη να αποφασίσουν αν, σύμφωνα με τη διατύπωση της τροπολογίας, είναι απαραίτητο για το Κογκρέσο να ψηφίσει συνοδευτική νομοθεσία ή όχι.
Δύο δικαστήρια στο Κολοράντο, ένα πρωτοβάθμιο και το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας, έχουν ήδη κρίνει ότι ο Τραμπ μπορεί να αποκλειστεί από την υποψηφιότητά του για το αξίωμα λόγω της συμμετοχής του στην εξέγερση της 6ης Ιανουαρίου.
Ο χρόνος που είχαν στη διάθεσή τους οι διάδικοι ήταν πολύ περιορισμένος: 40 λεπτά για την υπεράσπιση, 30 λεπτά για τον δικηγόρο των έξι πολιτών από το Κολοράντο που μήνυσαν τον Τραμπ και άλλα 10 λεπτά για τον δικηγόρο της Πολιτείας.
Ωστόσο από την ανταλλαγή των επιχειρημάτων και των ερωτημάτων που τέθηκαν φάνηκε ότι οι εννέα δικαστές δεν συμμερίζονται την απόφαση του Κολοράντο κατά του Τραμπ.
Δεν είναι σαφές πότε θα εκδοθεί η απόφαση.
Λόγω της φύσης της υπόθεσης η ετυμηγορία δεν θα βγει τον Ιούνιο, όπως συμβαίνει για όλες τις μεγάλες υποθέσεις που φτάνουν στο δικαστήριο. Το πιθανότερο είναι, όπως αναφέρουν οι New York Times, ότι η απόφαση θα βγει πριν από την «Σούπερ Τρίτη» των προκριματικών στις 5 Μαρτίου, ημέρα κατά την οποία ψηφίζουν και στο Κολοράντο.
Τι υποστηρίζουν οι δύο πλευρές
Οι δικηγόροι του Τραμπ εξέφρασαν αμφιβολίες για το αν τα γεγονότα του 2021 συνιστούν εξέγερση. Ακόμη έχουν υποστηρίξει ότι ως πρόεδρος «δεν ήταν αξιωματούχος των Ηνωμένων Πολιτειών», άρα η Τροπολογία δεν ισχύει γι’ αυτόν.
Για τη συνοδευτική νομοθεσία υποστηρίζουν ότι, εφόσον δεν θεσπίστηκε τέτοιος νόμος, η απαγόρευση της τροπολογίας δεν είναι εφαρμόσιμη.
Τρίτο επιχείρημά τους είναι ότι το ζήτημα της επιλεξιμότητας για την προεδρία δεν είναι θέμα που πρέπει να επιλύσουν τα δικαστήρια. Αντιθέτως, λένε ότι το Σύνταγμα επιφυλάσσει αυτό το δικαίωμα στο Κογκρέσο αλλά μετά την εκλογή σε αξίωμα και όχι πριν από αυτή.
Τέλος, σε σχέση με την ομιλία του (ακόμη προέδρου τότε) Τραμπ στις 6 Ιανουαρίου 2021, λένε ότι είναι προστατευόμενη ελευθερία του λόγου και ότι τα σχόλιά του εκείνη την ημέρα δεν τον καθιστούν ένοχο για συμμετοχή σε εξέγερση.
«Δικλείδα ασφαλείας» για τη δημοκρατία είναι η απαγόρευση της συμμετοχής, υποστήριξαν οι δικηγόροι του Κολοράντο.
«Οι συνταγματικές εγγυήσεις έχουν ως σκοπό τη διασφάλιση της δημοκρατίας μας, όχι μόνο για τον επόμενο εκλογικό κύκλο, αλλά και για τις επόμενες γενιές», είπε ένας από τους δικηγόρους.
Πρόσθεσε ότι αυτοί που διαμόρφωσαν το σχετικό εδάφιο του Συντάγματος, «γνώριζαν από οδυνηρή εμπειρία ότι δεν μπορούσαμε να εμπιστευτούμε όσους είχαν παραβιάσει βίαια τους όρκους τους στο Σύνταγμα να κατέχουν ξανά την εξουσία, διότι θα μπορούσαν να διαλύσουν εκ των έσω τη συνταγματική μας δημοκρατία».
Το σχόλιο του δικηγόρου αφορούσε την ιστορική περίοδο κατά την οποία προστέθηκε στο Σύνταγμα των ΗΠΑ η σχετική διάταξη. Ήταν μετά τον εμφύλιο πόλεμο (1861-1865) και αποσκοπούσε στο να απαγορεύσει την κάθοδο σε εκλογές σε αξιωματούχους από τις νότιες Πολιτείες που στασίασαν οδηγώντας τη χώρα σε αιματηρό εμφύλιο.
Σε σχόλιά του στο BBC, Αμερικανός συνταγματολόγος εξηγούσε πάντως ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είναι πιθανό να αποφανθεί υπέρ του Τραμπ. Δεν μπορεί να καθορίζονται τα κριτήρια για την προεδρία ανά πολιτεία, «αυτό θα αποτελούσε κατάρρευση της δημοκρατικής τάξης», εξήγησε ο Σάμιουελ Ισαχάροφ.
Ο ίδιος επισήμανε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα ακυρώσει την απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου βρίσκοντας ένα διαδικαστικό σφάλμα που ακυρώνει συνολικά την υπόθεση, αντί να εκδώσει άμεση απόφαση, «για να αποφύγει τεράστιες πολιτικές αντιδράσεις».