Δείχνει “συμπαιγνία” του Προέδρου της Δημοκρατίας με τον Γενικό Εισαγγελέα για την “εξόντωσή” του ο τέως Γενικός Ελεγκτής, Οδυσσέας Μιχαηλίδης, με αφορμή τις απολαβές και ωφελήματα του Προέδρου της Δημοκρατίας Νίκου Χριστοδουλίδη, κατά την περίοδο που αυτός εκτελούσε καθήκοντα Κυβερνητικού Εκπροσώπου, σε επιστολή του προς την κοινοβουλευτική Επιτροπή Ελέγχου, από την οποία ζητά να συνεχίσει να διερευνά το θέμα, παρόλο που, όπως λέει, αυτό φαίνεται να έχει κλείσει για τον νέο Γενικό Ελεγκτή.
Όπως σημειώνει στην επιστολή του ο τέως Γενικός Ελεγκτής, ελεγχόμενη οντότητα στον υπό αναφορά έλεγχο ήταν η Διοίκηση Προεδρίας, της οποίας ελέγχων λειτουργός είναι ο Προϊστάμενος Διοίκησης Προεδρίας. Αυτός είχε υποχρέωση να λάβει μέτρα για συμμόρφωση με τις συστάσεις που περιλαμβάνονται στην υπό αναφορά Έκθεση, ουσιαστικά απαιτώντας από τον Νίκο Χριστοδουλίδη (όχι από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας) την καταβολή των χρημάτων που παρανόμως είχε ωφεληθεί και λάβει την περίοδο 2014-2018. Εάν ο Προϊστάμενος Διοίκησης Προεδρίας χρειαζόταν νομική καθοδήγηση, αυτός μπορούσε να ζητήσει γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα.
Επιπρόσθετα, σημειώνει ότι στοιχειώδεις κανόνες ηθικής δεοντολογίας επέβαλλαν όπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας λάβει μέτρα ώστε ο Προϊστάμενος Διοίκησης Προεδρίας να ενεργήσει ανεπηρέαστος. Αντί τούτου, “ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, καταπατώντας βάναυσα κάθε τέτοια έννοια ηθικής δεοντολογίας, ζήτησε ο ίδιος γνωμάτευση, ασκώντας ανεπίτρεπτη πίεση με το βάρος της θέσης του. Ουσιαστικά ο Γενικός Εισαγγελέας, ενήργησε ως να ήταν ιδιώτης δικηγόρος του κ. Χριστοδουλίδη”, αναφέρει.
Ο κ. Μιχαηλίδης προσθέτει ότι το άρθρο 139 του Συντάγματος παρέχει περιθώριο 30 ημέρων σε μία αρχή να αμφισβητήσει τις εξουσίες μιας άλλης αρχής. Συνεπώς, αν η Προεδρία πίστευε ότι η Έκθεση είχε εκδοθεί καθ’ υπέρβαση των εξουσιών του, είχε κάθε ευχέρεια να ζητήσει επίλυση της διαφοράς στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο μέχρι τις 6 Ιανουαρίου 2024. “Προφανώς όμως ο σχεδιασμός του Προέδρου της Δημοκρατίας με τον Γενικό Εισαγγελέα και τον Βοηθό του, ήταν η εξόντωσή μου. Κάτι που τελικά πέτυχαν με την καθοριστική συνδρομή του Προέδρου και των επτά μελών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου”, αναφέρει.
Όπως διαφάνηκε εκ των υστέρων, συνεχίζει ο κ. Μιχαηλίδης, ο Γενικός Εισαγγελέας έδωσε τη γνωμάτευσή του, “ξεπλένοντας τις οφειλές του κ. Χριστοδουλίδη, τις ίδιες ημέρες που συζητούσαν στο Προεδρικό τη στρατηγική που θα ακολουθούσαν και το ποιος ή ποιοι θα υπέγραφαν την αίτηση για την καρατόμησή μου. Τελικά αποφάσισαν να την υπογράψει ο Γενικός Εισαγγελέας αφού ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας φοβήθηκε το πολιτικό κόστος. Με τον ίδιο τρόπο που και τώρα, φοβούμενος το πολιτικό κόστος, κρύβεται πίσω από τον Γενικό Εισαγγελέα και επιχειρεί την οικονομική εξόντωσή μου”, σημειώνει.
Επιπλέον, ανέφερε ότι στη γνωμάτευση που η Κυβέρνηση διέρρευσε στον Reporter, “συμφερόντων του Υπουργού Εσωτερικών”, όπως λέει, ο κ. Μιχαηλίδης κατηγορείται ότι είχε ενεργήσει «καταχρηστικά και καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του», και ενώ όπως στη συνέχεια αποκάλυψε η εφημερίδα Πολίτης, στη γνωμάτευση η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται ως «ανάρμοστη», το θέμα αυτό δεν περιλήφθηκε στην αίτηση για την απόλυσή του, υποστηρίζοντας ότι ο Γενικός Εισαγγελέας άφησε πίσω δύο θέματα “προφανώς για να προστατεύσει τους εμπλεκόμενους”, με το ένα θέμα να είναι αυτό και το δεύτερο να αφορά τα υπηρεσιακά όπλα που παραχωρούνται στους ιδιώτες. “Το γεγονός ότι τα δύο αυτά θέματα δεν συμπεριλήφθηκαν επιβεβαιώνει ότι η καταχώρηση της αίτησης ήταν προϊόν συνεργασίας του νυν και τέως Προέδρου της Δημοκρατίας με τους επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας”, υποστηρίζει ο κ. Μιχαηλίδης.
Επιπλέον, σημειώνει ότι το γεγονός ότι η γνωμάτευση, αντί να δοθεί επίσημα και ολόκληρη στη δημοσιότητα, διέρρευσε αποσπασματικά, είναι στοιχείο “απόλυτα συνάδον με την πολιτική συσκότισης και αδιαφάνειας που ακολουθούν σε όλα τα θέματα η Προεδρία της Δημοκρατίας και η Νομική Υπηρεσία”, όπως λέει.
Στη συνέχεια της επιστολής, ο κ. Μιχαηλίδης απαντά επί των αποσπασμάτων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας. Αναφορικά με τη μη δημοσίευση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου για έγκριση πρόσθετων ωφελημάτων στον κ. Χριστοδουλίδη επειδή θα ασκούσε τα καθήκοντα του Κυβερνητικού Εκπροσώπου, ο κ. Μιχαηλίδης σημειώνει ότι το θέμα σχολιάζεται στην παράγραφο 3(δ) της Έκθεσης. Στη γνωμάτευσή του, όπως αυτή διέρρευσε, ο Γενικός Εισαγγελέας ισχυρίζεται ότι η πρόνοια του άρθρου 57.4 του Συντάγματος περί δημοσιοποίησης των Αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, εκτός εάν το ίδιο αποφασίσει διαφορετικά, αφορά μόνο «εκτελεστές διοικητικές πράξεις επιδεχόμενες προσβολή με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος».
Όσον αφορά την ανάθεση καθηκόντων και τα περί ασυμβίβαστου, και σημειώνοντας ότι με βάση τον Reporter, «η Νομική Υπηρεσία επικαλείται γνωμάτευση του πρώην γενικού εισαγγελέα Κώστα Κληρίδη επί παρόμοιου ζητήματος, όπου αποφάνθηκε πως “δεν φαίνεται να τίθεται θέμα άσκησης διττής εξουσίας”», ο κ. Μιχαηλίδης σημειώνει ότι ο Γενικός Εισαγγελέας εκφράζει επίσης τη θέση ότι «τα καθήκοντα του Κυβερνητικού Εκπροσώπου, όπως και στην παρόμοια περίπτωση, δεν εμπίπτουν στη σφαίρα άσκησης πολιτειακής εξουσίας, όπως π.χ. θα ήταν η περίπτωση της θέσης του Υπουργού, ο οποίος λαμβάνει αποφάσεις μέσα στα πλαίσια της πολιτειακής του εξουσίας».
Όπως αναφέρει ο κ. Μιχαηλίδης, η Ελεγκτική Υπηρεσία στην Έκθεσή της δεν είχε αναφέρει ότι δεν μπορούσε ο κ. Χριστοδουλίδης να ασκεί τα καθήκοντα του Κυβερνητικού Εκπροσώπου, αλλά είχε απλώς εξηγήσει ότι ο κ. Χριστοδουλίδης ουδέποτε διορίστηκε επίσημα ως Κυβερνητικός Εκπρόσωπος και ότι απλώς ασκούσε τα καθήκοντα του Κυβερνητικού Εκπροσώπου.
Όσον αφορά το Επίδομα συντήρησης εξωτερικού, ο κ. Μιχαηλίδης σημειώνει ότι η γνωμάτευση, όπως έχει διαρρεύσει, δεν απαντά σε κανένα από τα επιχειρήματα που παρατίθενται στην Έκθεση. Υπενθυμίζει ότι για το ποσό των €20.804 που αφορά το θέμα αυτό, η Ελεγκτική Υπηρεσία είχε σημειώσει ότι «εφόσον παρήλθε ο εύλογος χρόνος, και με δεδομένο ότι η Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου μπορούσε καλόπιστα να εκληφθεί από τον κ. Χριστοδουλίδη όταν υπέβαλλε τα σχετικά αιτήματα για πληρωμή, ως να αποτελούσε ικανοποιητική βάση για να αποζημιώνεται όπως εάν ήταν Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, ο χειρισμός του θέματος εναπόκειται στον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας».
Για το θέμα του υπηρεσιακού οχήματος, ο κ. Μιχαηλίδης σημειώνει ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν σχολιάζει το γεγονός ότι μέχρι τις 7.11.2014 ακόμη και επίσημα διορισμένος Κυβερνητικός Εκπρόσωπος να ήταν ο κ. Χριστοδουλίδης, δεν θα δικαιούτο να χρησιμοποιεί το υπηρεσιακό όχημα για ιδιωτικές μετακινήσεις. Συνεπώς, αναφέρει, πρόδηλα για την περίοδο αυτή “ο Γενικός Εισαγγελέας συγκαλύπτει την παρανομία του κ. Χριστοδουλίδη. Όπως φυσικά πράττει και για την υπόλοιπη περίοδο μέχρι τις 28.2.2018 αφού ο κ. Χριστοδουλίδης απλώς ασκούσε καθήκοντα και δεν ήταν κανονικά ούτε και επίσημα διορισμένος ως Κυβερνητικός Εκπρόσωπος. Ήταν ένας δημόσιος υπάλληλος που παράλληλα ασκούσε και κάποια άλλα καθήκοντα”, όπως λέει.
Σημειώνει, ακόμα, ότι στη γνωμάτευση του ο Γενικός Εισαγγελέας “εκφεύγει των υποτιθέμενων νομικών αναλύσεων” και κατηγορεί προσωπικά τον κ. Μιχαηλίδη ότι δεν προέβηκε στους ορθούς ελέγχους για να διαπιστώσει έγκαιρα τέτοιες ισχυριζόμενες παρατυπίες. “Ο Γενικός Εισαγγελέας, από ανεξάρτητος νομικός σύμβουλος, μετατρέπεται σε πολιτικό υποστηρικτή και απολογητή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Είναι προφανές ότι μεταξύ τους υπήρξε αλληλοεξυπηρέτηση στοχεύσεων και επιδιώξεων, η οποία συνεχίζεται και σήμερα με τα θέματα των περιουσιακών μου δικαιωμάτων, με το θέμα του Πόθεν Έσχες των επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας, με το θέμα της επιβεβλημένης διαφάνειας των χορηγών στον Φορέα Κοινωνικής Στήριξης, και σε πολλά άλλα θέματα”, αναφέρει.
Επιστέγασμα της πολιτικής συναλλαγής Προεδρίας – Νομικής Υπηρεσίας, σύμφωνα με τον τέως Γενικό Ελεγκτή, αποτελεί η φράση από τη γνωμάτευση ότι «η μεθοδολογία που ακολουθεί για υπολογισμό, δεικνύει την πρόθεση να θέσει σε ανυποληψία τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας». Ο κ. Μιχαηλίδης σημειώνει ότι ο Γενικός Εισαγγελέας “αποφάσισε να ενεργήσει και ως ελεγκτής, έκανε δικούς του αριθμητικούς υπολογισμούς των χιλιομέτρων που διένυε παράνομα ο κ. Χριστοδουλίδης με λεφτά των φορολογούμενων πολιτών, και κατέληξε ότι οι υπολογισμοί της Ελεγκτικής Υπηρεσίας (κατά μέσο όρο 138 χλμ ημερησίως, περιλαμβανομένων αργιών, σαββατοκύριακων, ημερών που ο κ. Χριστοδουλίδης απουσίαζε στο εξωτερικό και των ημερών που ήταν με άδεια), ήταν λανθασμένοι”.
Για τη συσσωρευμένη άδεια, ο κ. Μιχαηλίδης αναφέρει ότι στη γνωμάτευση δεν υπάρχει κανένα νομικό σημείο που να απαντά σε αυτά τα ευρήματα της Έκθεσης, ενώ υπενθυμίζει ότι ο κ. Χριστοδουλίδης, για όσο διάστημα ασκούσε τα καθήκοντα Κυβερνητικού Εκπροσώπου, δεν συμπλήρωνε τα έντυπα αδειών που προβλέπονται για τους δημόσιους υπαλλήλους ώστε να καταγράφεται πόσες άδειες πήρε και πόσες του έμειναν ώστε να τις μεταφέρει. Μετά, μόλις έγινε Υπουργός Εξωτερικών, “θυμήθηκε (επειδή τον σύμφερε) ότι τα τέσσερα προηγούμενα χρόνια ήταν δημόσιος υπάλληλος και συμπλήρωσε τον Μάρτιο του 2018 τα έντυπα για τα τέσσερα προηγούμενα χρόνια χωρίς να βάλει σε αυτά ημερομηνία”, αναφέρει ο κ. Μιχαηλίδης.
Στη βάση των πιο πάνω, πιστώθηκαν στον κ. Χριστοδουλίδη διαδοχικά 13 ημέρες για κάθε ένα από τα τέσσερα χρόνια που εκτελούσε τα καθήκοντα Κυβερνητικού Εκπροσώπου, οι οποίες προστέθηκαν στο αρχικό υπόλοιπο αδειών του, με αποτέλεσμα, στις 31.12.2017, αυτό να ανέλθει στο ανώτατο όριο συσσώρευσης των 70 ημερών που προβλέπει η νομοθεσία. Κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησής του, προστέθηκαν επίσης οι πέντε ημέρες άδειας που κερδήθηκαν αναλογικά, εντός των δύο πρώτων μηνών του 2018, και το σύνολο των 75 ημερών υπολογίστηκε στο ποσό των €18.176, το οποίο του καταβλήθηκε αφού αφαιρέθηκε φόρος εισοδήματος και μείωση απολαβών. “Την παράνομη πληρωμή έκανε το λογιστήριο του Υπουργείου Εξωτερικών όταν αυτός ήταν Υπουργός Εξωτερικών”, σημειώνει ο κ. Μιχαηλίδης.
Καταληκτικά, ο κ. Μιχαηλίδης αναφέρει ότι μέχρι σήμερα η Ελεγκτική Υπηρεσία δεν έχει αντιδράσει στα όσα διέρρευσαν ως μέρος γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα, σημειώνοντας ότι αντιλαμβάνεται ότι το θέμα για τον νέο Γενικό Ελεγκτή έχει κλείσει. “Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το θέμα θα πρέπει να κλείσει και για την Επιτροπή σας, αφού έχετε κάθε ευχέρεια να ασκήσετε κοινοβουλευτικό έλεγχο”, αναφέρει στην επιστολή του απευθυνόμενος στην Επιτροπή Ελέγχου.
Πηγή: ΚΥΠΕ