Δεν θα εκδοθεί απόφαση πριν από τον Σεπτέμβριο, είπε την Παρασκευή ο Πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, Αντώνης Λιάτσος, μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας σχετικά με την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, Γιώργου Σαββίδη, για παύση του Γενικού Ελεγκτή, Οδυσσέα Μιχαηλίδη.
Στην κυπριακή νομολογία και συγκεκριμένα στην απόφαση για παύση του πρώην Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα Ρίκκου Ερωτοκρίτου, αναφέρθηκαν οι δύο πλευρές στις αγορεύσεις τους κατά τη διαδικασία ενώπιον του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, σχετικά με την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα για παύση του Γενικού Ελεγκτή, με τις δύο πλευρές να εκφράζουν αντίθετες απόψεις. Η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα επιχειρηματολόγησε ότι τα βασικά στοιχεία συμπεριφοράς που θεμελίωσαν την ανάρμοστη συμπεριφορά στην υπόθεση Ερωτοκρίτου ισχύουν και στην παρούσα, ενώ η πλευρά του κ. Μιχαηλίδη υποστήριξε ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως σχέση ή σύγκριση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.
Ο δικηγόρος του Γενικού Εισαγγελέα, Ντίνος Καλλής, κατά την προφορική του αγόρευση αναφέρθηκε στην ερμηνεία του Συμβουλίου στην υπόθεση Ερωτοκρίτου για ανάρμοστη συμπεριφορά με βάση τη γνώμη αυθεντιών, σημειώνοντας ότι ερμήνευσε τον όρο ανάρμοστη συμπεριφορά ως τόσο κακή, ώστε να καθιστά το πρόσωπο που είναι υπόλογο για αυτή ανίκανο να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του, κατά τρόπο έντιμο, ορθό και εξυπηρετούντα το δημόσιο συμφέρον.
Ανέφερε ότι στην υπόθεση Ερωτοκρίτου ο τότε Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας υπονόησε μόνο δύο φορές δεκασμό από τον Γενικό Εισαγγελέα, ενώ στη συγκεκριμένη υπόθεση, οι φορές που ο Γενικός Ελεγκτής υπονόησε ποινικά αδικήματα για τον Γενικό και Βοηθό Εισαγγελέα «ήταν πάμπολλες».
Σχολιάζοντας τα συμπεράσματα του Συμβουλίου σημείωσε ότι για αυτές τις δηλώσεις, θεωρήθηκε η συμπεριφορά του Ρίκκου Ερωτοκρίτου ανάρμοστη, και ότι στην παρούσα υπόθεση, «έχουμε παρόμοιες δηλώσεις». Είπε ότι ο Γενικός Ελεγκτής καταλογίζει στον Γενικό Εισαγγελέα συμπεριφορά και ενέργειες αναληθείς, και ηθικά μεμπτές όπως ότι υπονομεύει ο κ. Σαββίδης το κράτος δικαίου, ότι παρέχει ως νομικός σύμβουλος, εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων, κάλυψη σε Υπουργούς και υπάλληλους που παρανομούν, ότι συμφώνησε με παρανομία, ότι είναι διεφθαρμένος, και ότι συμφώνησε με συμπεριφορά που υποδηλοί δεκασμό.
«Σε σχέση με τεκμήριο αθωότητας και πόσο το σεβάστηκε ο Γενικός Ελεγκτής σε σχέση με τον Γενικό Εισαγγελέα και τον Βοηθό Γενικό, φαίνεται από τα τεκμήρια», είπε ακόμη ο κ. Καλλής. Είπε ότι μετά από απόφαση της Αρχής κατά της Διαφθοράς που αθώωνε τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα, ο κ. Μιχαηλίδης έστησε λαϊκά δικαστήρια του τύπου «κρεμμάστε τον, κρεμμάστε τον» αντί να σεβαστεί την απόφαση της Αρχής.
Ο κ. Καλλής αναφερόμενος στα συμπεράσματα στην υπόθεση Ερωτοκρίτου, έκανε παραλληλισμό με την παρούσα υπόθεση και συγκεκριμένα ότι ισχύουν και σε σχέση με τη συμπεριφορά του κ. Μιχαηλίδη. Όπως σε αβάσιμους ισχυρισμούς, ως άτομο που είχε προσωπική διαφορά με άλλο άτομο αποτυγχάνοντας να αντιληφθεί τη συνταγματική σημασία της υπόθεσης, και ότι η συμπεριφορά του κ. Ερωτοκρίτου ήταν πολύ κατώτερη από την αναμενόμενη από ένα Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα.
Αναφέρθηκε και στα βασικά στοιχεία συμπεριφοράς που θεμελίωσαν την ανάρμοστη συμπεριφορά στη υπόθεση Ερωτοκρίτου, όπως την ανάγκη όπως ο Γενικός Εισαγγελέας απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του κοινού, όπως προστατευθεί από κατηγορίες που είναι αστήρικτες, την έλλειψη αυτοσυγκράτησης και σύνεσης, της υπόσκαψης του Νομικού Συμβούλου του Κράτους, στη δημοσιότητα των δηλώσεων Ερωτοκρίτου μέσω παγκύπριας τηλεοπτικής κάλυψης, αλλά και ότι έπρεπε ο κ. Ερωτοκρίτου να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Ο κ. Καλλής σημείωσε ότι όλα ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση.
Ο κ. Καλλής είπε ακόμη ότι η συμπεριφορά του κ. Μιχαηλίδη, «ήταν πολύ κατώτερη της αναμενομένης συμπεριφοράς από αξιωματούχο της Δημοκρατίας, είναι συμπεριφορά που αντικειμενικά κρινόμενη, τον καθιστά ανίκανο να υπηρετήσει τα υψηλά καθήκοντά του και στα μάτια τρίτων είναι εύλογη η αντίληψη ότι τον καθιστά αδύνατο να υπηρετεί τα καθήκοντά του με επάρκεια προς το δημόσιο συμφέρον».
«Αν επιτραπεί τέτοια συμπεριφορά εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους να περιαγάγει τα αξιώματα και τους θεσμούς γενικότερα σε ανυποληψία», είπε ο κ. Καλλής, σημειώνοντας ότι «σίγουρα δεν θα μπορεί να θεραπευθεί απλώς και μόνο με μια παραίνεση, του κ. Τριανταφυλλίδη, ότι δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν αυτοί οι δύο, ως να είναι μια προσωπική συμπεριφορά, να βρεθούν να τα βρουν και να ξεχαστούν όλες οι αβάσιμες κατηγορίες, τόσο εκτός όσο και μέσα στην αίθουσα του Συμβουλίου».
Ρώτησε τι διαφορά έχει η υπόθεση Ερωτοκρίτου, «ο οποίος υπονόησε ότι ο Κώστας Κληρίδης έχει δεκαστεί». «Απολύθηκε μόνο γι’ αυτό, επειδή υπονόησε αυτό το πράγμα. Εδώ εκτός από υπόνοια, ο Γενικός και ο Βοηθός του κατηγορούνται για σωρεία άλλων αδικημάτων. Έχουμε θέση ότι για αυτούς τους λόγους και μόνο ο Γενικός Ελεγκτής είναι ακατάλληλος να εξασκεί τα καθήκοντά του», είπε ο κ. Καλλής.
«Είναι η θέση μας», συνέχισε, ότι αυτό που έχει σημασία είναι το πραγματικό νόημα των δηλώσεων του Γενικού Ελεγκτή και όχι η κυριολεκτική τους μορφή, ότι δηλαδή ουδέποτε δήλωσε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός του είναι διεφθαρμένοι.
Ακόμη και αν ήταν υπό άμυνα, που έκανε τέτοιες δηλώσεις ανέφερε, έπρεπε να αναλογιστεί τη θέση του, να συμπεριφερθεί με ευθυδικία και συναίσθηση του υψηλού βάρους της θέσης του. Όποτε δημιουργούσε θέμα ο Γενικός Ελεγκτής, πρόσθεσε, «η συνέχεια ήταν πολεμική», με επιστολές, αναρτήσεις σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δηλώσεις και ανακοινώσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας.
Ο κ. Καλλής αναφέρθηκε σε άλλες παρόμοιες υποθέσεις στην κοινοπολιτειακή νομολογία.
Από πλευράς του Γενικού Ελεγκτή, ο δικηγόρος του, Τζο Τριανταφυλλίδης, είπε στη δική του αγόρευση ότι, με βάση αυτά που άκουσε από τον κ. Καλλή, η συμπεριφορά του κ. Ερωτοκρίτου «ήταν αγγελική» μπροστά στη συμπεριφορά του κ. Μιχαηλίδη, «ο οποίος παρουσιάζεται ως ένα τέρας». «Έχει και η υπερβολή τα όριά της», είπε ο κ. Τριανταφυλλίδης. «Δεν μπορούμε να ισχυριζόμαστε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης Ερωτοκρίτου είναι πανομοιότυπα», ανέφερε, σημειώνοντας ότι ο κ. Ερωτοκρίτου δεν υπονόησε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας ήταν ύποπτος για δεκασμό, αλλά τον κατηγόρησε δημόσια, ευθέως, για δεκασμό, για πράγματα τα οποία μετά παραδέχτηκε ότι ήταν απρόσφορα και απολογήθηκε. Ήταν αυτή η τόσο μεμπτή συμπεριφορά του κ. Ερωτοκρίτου που δικαιολόγησε την παύση του, ανέφερε ο κ. Τριανταφυλλίδης.
Είπε ακόμη ότι «η άλλη πλευρά δεν κατάλαβε ποιο είναι το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας» και ότι το παρουσιάζει ότι υπάρχουν εκατέρωθεν δηλώσεις, ότι γίνονται απρεπείς δηλώσεις και γι’ αυτό θα πρέπει το Συμβούλιο να τιμωρήσει τον Γ. Ελεγκτή.
Η υπόθεση Ερωτοκρίτου, πρόσθεσε, «είναι ευαγγέλιο διεθνώς» για το τι συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά. Αναφερόμενος στην κοινοπολιτειακή νομολογία, είπε ότι, για να καταλάβει κάποιος πόσο σπάνια είναι η διαδικασία για απόλυση, υπάρχουν μόνο πέντε υποθέσεις σε ολόκληρη την Κοινοπολιτεία: από μία στη Γρενάδα, στο Γιβραλτάρ, στα Νησιά Κέιμαν, στην Αυστραλία και στον Καναδά, ενώ στην Κύπρο, είπε, «καταφέραμε να έχουμε δύο τέτοιες υποθέσεις σε περίοδο εννιά ετών».
«Να κατανοήσουμε με πόση περίσκεψη και φειδώ πρέπει να καταχωρούνται τέτοιες υποθέσεις», με το σκεπτικό ότι το μέλημα του Συμβουλίου δεν είναι να τιμωρήσει τον κάθε αξιωματούχο αλλά να προστατεύσει το κοινό από κάποιο αξιωματούχο, ο οποίος είναι είτε ανίκανος είτε ακατάλληλος να εξασκήσει τα καθήκοντά του, με αποτέλεσμα ο θεσμός τον οποίο υπηρετεί να περιέρχεται σε ανυποληψία, είπε ο κ. Τριανταφυλλίδης.
Είπε ακόμη ότι η κάθε υπόθεση εξετάζεται με τα δικά της γεγονότα και ότι εκείνο που έχει σημασία είναι ότι πρέπει το Συμβούλιο να αποφασίσει κατά πόσον η συμπεριφορά που καταλογίζεται στον κ. Μιχαηλίδη είναι ανάλογη με αυτή της Ερωτοκρίτου και υπολοίπων παρόμοιων υποθέσεων.
Ο κ. Τριανταφυλλίδης είπε στο Συμβούλιο ότι ετοίμασε ένα μικρό κείμενο το οποίο ονόμασε «ο δωδεκάλογος του Ρίκκου», σημειώνοντας ότι μέσα από αυτό θα καταλάβουν τι σημαίνει ανάρμοστη συμπεριφορά. Είπε ακόμη ότι, δεν αναλύει η άλλη πλευρά τον όρο ανάρμοστη συμπεριφορά όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Ερωτοκρίτου. Αναφερόμενος σε συμπεράσματα του Συμβουλίου από την υπόθεση Ερωτοκρίτου ο κ. Τριανταφυλλίδης ανέφερε μεταξύ άλλων, ότι, το πιο σημαντικό είναι ότι η ανάρμοστη συμπεριφορά καθορίζεται με αναφορά στις συνέπειες επί της ικανότητας του αξιωματούχου να συνεχίσει να εκτελεί τα καθήκοντά του.
Αναφερόμενος στα κριτήρια της Ερωτοκρίτου ότι ως αποτέλεσμα της ανάρμοστης συμπεριφοράς, το αξίωμα που υπηρετεί πρέπει να έχει περιπέσει σε ανυποληψία, ο κ. Τριανταφυλλίδης είπε ότι, άρα, για να απολυθεί κάποιος θα πρέπει με τη συμπεριφορά του να έχει θέσει το αξίωμά του σε ανυποληψία. Κατά πόσον η συμπεριφορά είναι τόσο κακή και τόσο μεμπτή αυτό είναι θέμα υποκειμενικό του Συμβουλίου να κρίνει κατά πόσο είναι ανίκανος να ασκεί τα καθήκοντά του, συνέχισε.
Είπε ακόμη, με βάση τα συμπεράσματα στην υπόθεση Ερωτοκρίτου, που αφορά τη δημιουργία ευλόγως, αμφιβολιών σε τρίτους, αντικειμενικά κρίνοντες, ως προς την καταλληλότητα του να ασκεί τα καθήκοντα του αξιώματος του κατά τρόπο έντιμο, ορθό και εξυπηρετούντα το δημόσιο συμφέρον, ο κ. Τριανταφυλλίδης είπε ότι εδώ το Συμβούλιο πρέπει να κρίνει αν οι τρίτοι – πολίτες, κοινωνία – κατά πόσον τον θεωρούν κατάλληλο να συνεχίσει τα καθήκοντα του.
Ο κ. Λιάτσος ρώτησε πως θα κριθεί αυτό και ο κ. Τριανταφυλλίδης είπε ότι είναι θέμα που αποδεικνύεται με μαρτυρία. Είπε ότι από τους πολίτες, θεωρείται ο πιο αξιόπιστος θεσμός της Δημοκρατίας και ότι προσπαθούν η πλευρά του Γεν. Εισαγγελέα να υποβαθμίσουν έξι πρόσφατες δημοσκοπήσεις οι οποίες αποτυπώνουν τη γνώμη των πολιτών σε σχέση με την αξιοπιστία και την ευποληψία του θεσμού του Γεν. Ελεγκτή.
Το άπρεπες της δήλωσης από μόνο του δεν είναι απρεπής συμπεριφορά, είπε ακόμη, σημειώνοντας ότι είναι σημαντικό «να αντιληφθούμε την προσέγγιση της κάθε πλευράς σε σχέση με το τι συνιστά απρεπή συμπεριφορά».
Εκείνο που κάνει η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα, σημείωσε, είναι ότι αναφέρει συνεχώς ότι ο κ. Μιχαηλίδης «υπονοούσε», σημειώνοντας ότι είναι «αποκυήματα φαντασίας» ότι ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός του κατηγορήθηκαν, αλλά ότι ερμηνεύουν τις δηλώσεις «όπως οι ίδιοι θέλουν και όπως τους βολεύει».
Για την υπόθεση του Υπουργείου Άμυνας ο κ. Τριανταφυλλίδης είπε ότι «δεν ζούμε σε δικτατορία δεν θα προσέχουμε όποια λέξη λέμε» επειδή οι άλλοι θα την παρερμηνεύσουν. Εδώ και τρία χρόνια, είπε, μάζευαν τις δηλώσεις του κ. Μιχαηλίδη γιατί είχαν σκοπό τη δίωξή του. Πρέπει οι δηλώσεις του κ. Μιχαηλίδη να εξεταστούν σφαιρικά μέσα σε όλα όσα έγιναν και όχι αποσπασματικά, είπε ακόμη.
Για το θέμα του Βοηθού Γ. Εισαγγελέα και στην απόφαση της Αρχής κατά της Διαφθοράς, ο κ. Τριανταφυλλίδης είπε ότι ο κ. Μιχαηλίδης, έβγαλε μια ανακοίνωση στην οποία λέει ότι είναι απόλυτα σεβαστή η απόφαση για κ. Αγγελίδη αλλά κατά την άποψή του η συμπεριφορά του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα συνιστούσε σύγκρουση συμφέροντος «και σύμφωνα και με εμένα», είπε ο κ. Τριανταφυλλίδης, και έθεσε το ερώτημα αν ήταν τόσο μεμπτό αυτό το γεγονός ότι ο κ. Μιχαηλίδης έβγαλε μια ανακοίνωση μετά που κρεμόταν για μήνες από πάνω του ως «δαμόκλειος σπάθη», η απειλή για παύση του.
Είναι σοβαρό το θέμα ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός να απειλούν κάποιον ότι θα υποστούν συνέπειες αν μια καταγγελία δεν αποδειχθεί, πρόσθεσε.
Κλείνοντας, ο κ. Τριανταφυλλίδης είπε ότι θεωρούν ότι το Συμβούλιο πρέπει να απορρίψει την αίτηση του Γεν. Εισαγγελέα.
Ο κ. Καλλής, απαντώντας σε κάποια από τα σημεία, που έθεσε ο κ. Τριανταφυλλίδης, για το θέμα των δημοσκοπήσεων, διερωτήθηκε αν ήξερε ο κόσμος και αυτοί που ερωτώνται αυτά τα θέματα και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν στο Συμβούλιο, ή αν λόγω των δηλώσεων ο κόσμος «άγεται και φέρεται».
Στο τέλος των αγορεύσεων, ο κ. Λιάτσος είπε ότι δεν θα εκδοθεί απόφαση πριν τον Σεπτέμβριο.