Ποινικό αδίκημα συνιστούν οι ενέργειες για αντίποινα κατά του Γενικού Ελεγκτή, σχετικά με τις καταγγελίες που διαβίβασε στην Αρχή κατά της Διαφθοράς, αναφέρει σε σημερινή της ανακοίνωση η Ελεγκτική Υπηρεσία. Στην ανακοίνωση εξηγεί ότι, σύμφωνα με τον νόμο, όποιος προβαίνει σε αντίποινα εις βάρος καταγγέλλοντος προς την Αρχή, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος, επισημαίνοντας ότι ο καταγγέλλων για τις υποθέσεις που συνδέονται με τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα είναι η Ελεγκτική Υπηρεσία (ΕΥ).
Η ΕΥ σημειώνει, ακόμα, ότι το ενδεχόμενο αίτησης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα για παύση του Γενικού Ελεγκτή «είναι στη βάση του παντελώς ανυπόστατο», προσθέτοντας ότι «ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έχει τέτοια εξουσία».
«Όσοι διαρρέουν σε ΜΜΕ πληροφορίες για δήθεν καταχώρηση αίτησης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα για παύση του Γενικού Ελεγκτή για ανάρμοστη συμπεριφορά, μόνο στόχο έχουν να αποπροσανατολίσουν από την ουσία του θέματος που είναι η συμπεριφορά του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα», υπογραμμίζει η ΕΥ.
Προσθέτει, ακολούθως, ότι «όσοι διαρρέουν τέτοιες πληροφορίες, γνωρίζουν ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει, με βάση το Σύνταγμα, αρμοδιότητα να αξιολογήσει κατά πόσο ο τρόπος που ενήργησε ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα είναι αυτός που αρμόζει στο αξίωμά του, και αυτή την αξιολόγηση θέλουν να θολώσουν και τελικά να εμποδίσουν».
Το όφελος από τη διερεύνηση της καταγγελίας, σύμφωνα με την ΕΥ είναι «η παραδοχή για τον μη σοβαρό και ουδόλως τεκμηριωμένο τρόπο με τον οποίο αποφασίζονται ποινικές αναστολές και ειδικότερα ο τρόπος που ενήργησε ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα στη συγκεκριμένη περίπτωση». Η ανακοίνωση κάνει, επίσης, λόγο για «μεγάλο θεσμικό κενό λογοδοσίας που δημιουργεί το ανέλεγκτο του Γενικού Εισαγγελέα». Επισημαίνει το εύλογο των ενεργειών της ΕΥ, αναφέροντας ότι αυτή έδρασε με «απόλυτα ορθό και επαγγελματικό τρόπο».
Εξάλλου, παραθέτοντας τη σειρά των γεγονότων που οδήγησαν στη διερεύνηση των καταγγελιών και στο πόρισμα της Αρχής κατά της Διαφθοράς, η ανακοίνωση της ΕΥ σημειώνει χαρακτηριστικά «αλίμονο εάν η Υπηρεσία μας θα πρέπει να λογοδοτεί για υποθέσεις που ενώ έχουν εξωτερικά γνωρίσματα βάσιμης καταγγελίας, δεν στοιχειοθετούνται από την αρμόδια αρχή (αστυνομία, Αρχή κ.λπ)».
Αναφέρει, παράλληλα, ότι μετά την προκαταρκτική εξέτασή των καταγγελιών από την Αρχή, αξιολογώντας όλα τα δεδομένα, αυτή αποφάσισε να προχωρήσει στη διερεύνησή τους. Υπογραμμίζει, άλλωστε, ότι «η μία ανέδειξε την ύπαρξη σύγκρουσης συμφέροντος», σημειώνοντας ότι «αυτό απαντά σε ισχυρισμούς ότι οι καταγγελίες ήταν αβάσιμες και άρα δεν θα έπρεπε να προωθηθούν περαιτέρω».
Ειδικότερα ως προς την καταγγελία στην οποία η Αρχή επιβεβαίωσε την ύπαρξη σύγκρουσης συμφέροντος, όπως αναφέρει η ΕΥ, σημειώνει ότι «όπως έχει πλέον επιβεβαιωθεί από την Αρχή, ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα ήταν στο πρόσφατο παρελθόν προσωπικά δικηγόρος σε πρόσωπο που κατηγορείτο για πολύ σοβαρό κακούργημα».
«Θεωρούμε σημαντικό να σημειώσουμε ότι, στην υπόθεση την οποία ανέστειλε ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα, δικηγόρος του κατηγορούμενου ήταν και πάλιν το δικηγορικό Γραφείο στο οποίο ήταν προηγουμένως συνεταίρος ο κ. Σάββας Αγγελίδης», συνεχίζει η ανακοίνωση, προσθέτοντας ότι «στο Γραφείο αυτό εξακολουθεί να εργάζεται η σύζυγός του». Επίσης, αναφορικά με τον ισχυρισμό του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα ότι ανέστειλε την ποινική δίωξη του προσώπου αυτού επειδή δεν είχε αντιληφθεί ότι επρόκειτο για τον πρώην πελάτη του, η ΕΥ υπογραμμίζει ότι «αυτό δεν αίρει την ύπαρξη σύγκρουσης συμφέροντος».
Επίσης, η ΕΥ υπενθυμίζει στην ανακοίνωσή της ότι στην Αρχή κατά της Διαφθοράς εκκρεμούν άλλες τρεις καταγγελίες της για αναστολή ποινικών διώξεων, εκ των οποίων η μία, η σχετική με το μαύρο βαν, «αφορά και πάλιν θέματα ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφέροντος».