Τις εξαίρετες σχέσεις και τον πλήρη συντονισμό μεταξύ των Κυβερνήσεων Κύπρου και Ελλάδας υπογράμμισαν σήμερα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Χριστοδουλίδης και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Κύπρο και συνάντηση με τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη.
Μετά την κατ΄ιδίαν συνάντηση τους στο Προεδρικό Μέγαρο, ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας έδωσαν κοινή συνέντευξη Τύπου.
Στην εναρκτήρια του δήλωση, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε ότι «κ. Πρωθυπουργέ, αγαπητέ μου Κυριάκου, είναι με ιδιαίτερη χαρά που σε καλωσορίζω σήμερα στην Κύπρο, στην πρώτη σου επίσκεψη μετά την επανεκλογή σου. Θέλω να σε συγχαρώ και δημοσίως και να σου ευχηθώ καλή επιτυχία και δύναμη στο έργο σου. Πιστεύω ακράδαντα ότι τόσο η μεταξύ μας συνεργασία όσο και ο συνεχής συντονισμός Κύπρου και Ελλάδος, που μαρτυρούν με τον πλέον γλαφυρό τρόπο το επίπεδο των σχέσεων και των αδελφικών μας δεσμών, θα ενισχυθούν ακόμα περισσότερο.
Επέτρεψέ μου, πριν από οποιαδήποτε άλλη αναφορά, να εκφράσω τα ειλικρινή συλλυπητήρια του κυπριακού λαού για την απώλεια των δυο αξιωματικών της πολεμικής αεροπορίας. Όπως πολύ εύστοχα έχεις αναφέρει, υποκλινόμαστε στην αυτοθυσία τους, έδωσαν τη ζωή τους για να σώσουν ζωές. Όπως ήδη γνωρίζετε, η Κυπριακή Δημοκρατία, όπως κατ’ επανάληψη το έχει πράξει και η Ελλάδα, είναι έτοιμη να παράσχει όποια βοήθεια χρειαστεί σε τέτοιου είδους περιστατικά. Όλες οι χώρες, ειδικότερα της Μεσογείου, όλο και πιο συχνά επηρεαζόμαστε από τέτοια φαινόμενα, λόγω και των γενικότερων επιπτώσεων από την κλιματική αλλαγή, και ως εκ τούτου, η μεταξύ μας συνεργασία και συντονισμός είναι απαραίτητος.
Θέλω με την ευκαιρία να ανακοινώσω ότι λόγω και της εγγύτητας και των ιδιαίτερων δεσμών με τη Ρόδο, η Κυπριακή Δημοκρατία θα αναλάβει το κόστος αναδάσωσης των περιοχών που έχουν πληγεί από τις φωτιές στη Ρόδο. Είχαμε και μεγάλο ενδιαφέρον από Κύπριους πολίτες και κυπριακές επιχειρήσεις που θέλουν να εμπλακούν σε αυτή την προσπάθεια.
Η σημερινή σου επίσκεψη στην Κύπρο δεν αποτελεί μονάχα γεγονός μόνο συμβολικής σημασίας. Γίνεται σε μια κρίσιμη χρονικά συγκυρία τόσο για τα μεγάλα εθνικά θέματα – το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά – όσο και για το περιφερειακό και ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από γεωπολιτική ρευστότητα η οποία επηρεάζει αδιαμφισβήτητα και τις κοινές προκλήσεις που Λευκωσία και Αθήνα έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Είχαμε σήμερα μια πολύ εποικοδομητική συζήτηση κατά τη διάρκεια της οποίας ανταλλάξαμε απόψεις επί σωρείας σημαντικών θεμάτων τα οποία άπτονται της διμερούς μας συνεργασίας, του Κυπριακού, των ελληνοτουρκικών, της ευρωτουρκικής ατζέντας, καθώς επίσης τις εξελίξεις τόσο εντός της κοινής ευρωπαϊκής μας οικογένειας όσο και στην ευρύτερη περιοχή.
Οι διμερείς μας δεσμοί και η στενή συνεργασία εκτείνονται σε μια πλειάδα θεμάτων συμπεριλαμβανομένης φυσικά της στενής και παραγωγικής μας σχέσης εντός της ΕΕ, στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας, όπου Ελλάδα και Κύπρος δεν είναι μόνο στρατηγικοί εταίροι, αλλά και αποτελούμε παράγοντες σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή, την ενεργειακή μας συνεργασία που διευρύνεται συνεχώς και σε πολλούς άλλους τομείς, της ναυτιλίας, της εκπαίδευσης, των επιχειρήσεων, του πολιτισμού.
Ήταν ακριβώς μέσα σε αυτό το πλαίσιο που κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μου στην Αθήνα τον περασμένο Μάρτιο, συμφωνήσαμε στην καθιέρωση ενός θεσμοθετημένου οργάνου διακυβερνητικής συνεργασίας το οποίο προνοεί τη σύσταση Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Κύπρου και Ελλάδας. Αυτή ήταν μια απόφαση ορόσημο στην προσπάθεια ενίσχυσης και διεύρυνσης της διμερούς μας συνεργασίας και προσβλέπω στην πραγματοποίηση της πρώτης τέτοιας Διακυβερνητικής Συνάντησης στις 11 και 12 Οκτωβρίου, στην Ελλάδα, όπως συγκεκριμένα αποφασίσαμε σήμερα.
Όπως είναι αναμενόμενο, με τον φίλο Πρωθυπουργό συζητήσαμε ενδελεχώς τις τελευταίες εξελίξεις σε ό,τι αφορά την προσπάθειά μας για άρση του αδιεξόδου και επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό. Όσο και αν κάποιοι, είτε στην Αθήνα είτε στη Λευκωσία, συνεχίζουν, για τους δικούς τους λόγους, να βλέπουν διαφορές μεταξύ μας, οι στόχοι και οι επιδιώξεις μας είναι κοινές, όπως επίσης ο τρόπος και τα μέσα επίτευξής τους.
Παρακολουθούμε και αξιολογούμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις εξελίξεις στην Τουρκία μετά τις τουρκικές εκλογές. Καλωσορίζουμε τις δημόσιες τοποθετήσεις από πλευράς Άγκυρας για την επιθυμία ενίσχυσης των ευρωτουρκικών σχέσεων. Άλλωστε, η εξέταση υλοποίησης παραμέτρων της ευρωτουρκικής ατζέντας σε απόλυτο συνδυασμό με συγκεκριμένες κινήσεις προς την κατεύθυνση επίλυσης του Κυπριακού, αλλά και των επιδιώξεων της Τουρκίας στην περιοχή, με πλήρη σεβασμό στην υφιστάμενη αιρεσιμότητα και με τρόπο σταδιακό και αναστρέψιμο, είναι κάτι που εντάσσεται στο πλαίσιο και της δικής μας προσέγγισης, σε σχέση με το Κυπριακό, όπως κατ’ επανάληψη έχω αναφέρει.
Είναι σημαντικό, και εδώ ο ρόλος του Έλληνα Πρωθυπουργού στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι καθοριστικής σημασίας, ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας προσεγγίζουν το θέμα μέσα από την ίδια οπτική, ότι δηλαδή τυχόν πρόοδος στις ευρωτουρκικές σχέσεις είναι συνυφασμένη με θετικές κινήσεις από πλευράς Τουρκίας. Εξάλλου, τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ιουνίου έστειλαν σαφή μηνύματα. Το Κυπριακό είναι ένα ευρωπαϊκό ζήτημα και ως εκ τούτου η επίλυσή του στη βάση των σχετικών Ψηφισμάτων των ΗΕ αποτελεί προτεραιότητα για την ΕΕ.
Στα ίδια Συμπεράσματα, αποτέλεσμα της κοινής μας προσπάθειας, επισημαίνεται ότι η ΕΕ είναι απόλυτα δεσμευμένη και έτοιμη να συμβάλει ενεργά σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και με όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της, ενώ εκφράζει την ετοιμότητά της για επανεκκίνηση των σχέσεών της με την Τουρκία πάντοτε στη βάση του υφιστάμενου πλαισίου και της αιρεσιμότητας. Αυτό συμβαδίζει με την ανάγκη προόδου σε μια σειρά θεμάτων, συμπεριλαμβανομένων του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών.
Στο ίδιο πλαίσιο, θεωρούμε πολύ σημαντική και την πρόσφατη δήλωση του Συμβουλίου Ασφαλείας για το Κυπριακό, όπου μεταξύ άλλων, επανεπιβεβαιώνεται με ξεκάθαρο τρόπο η βάση λύσης, η ανάγκη διορισμού Απεσταλμένου του ΓΓ, όπως επίσης η ανάγκη να αποφευχθούν προκλήσεις και οι περαιτέρω παραβιάσεις των ψηφισμάτων.
Με τον Έλληνα Πρωθυπουργό συζητήσαμε, επίσης, τα θέματα της Ενέργειας και του Μεταναστευτικού. Δύο θέματα που βρίσκονται ψηλά στην ημερήσια διάταξη και της ΕΕ.
Σχετικά με την Ενέργεια είναι κοινή η πεποίθηση ότι οι δύο χώρες μπορούμε να συνδράμουμε καθοριστικά στην αξιοποίηση των ενεργειακών προοπτικών της Ανατολικής Μεσογείου για κάλυψη των αναγκών της Ευρώπης, λαμβάνοντας υπόψη και την προσπάθειά της για απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Σε σχέση με το Μεταναστευτικό, είναι σημαντικό επισημάναμε την ανάγκη εξεύρεσης ευρωπαϊκών λύσεων αφού τα κράτη πρώτης γραμμής, Κύπρος και Ελλάδα και κάποια άλλα μεσογειακά κράτη, δεν μπορούν να συνεχίσουν να επωμίζονται την ευθύνη. Το δυσανάλογο βάρος που επωμίζεται η Κυπριακή Δημοκρατία λόγω των αυξημένων μεταναστευτικών ροών, απαιτούν μια ενιαία και ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή απάντηση. Οφείλουμε να επισημαίνουμε, σε κάθε ευκαιρία, ότι το μεταναστευτικό δεν είναι αποκλειστική υπόθεση των παράκτιων κρατών.
Τα περιφερειακά ζητήματα, και ειδικότερα οι εξελίξεις στη γειτονιά μας, αποτέλεσαν επίσης σημαντικό μέρος των συζητήσεών μας. Είμαστε σε διαβουλεύσεις με την ισραηλινή πλευρά και περί τα τέλη Αυγούστου, αρχές Σεπτεμβρίου θα γίνει η τριμερής Συνάντηση με το Ισραήλ.
θα συνεχίσουμε και θα ενισχύσουμε ακόμη περισσότερο τις προσπάθειες μας μέσα από μια θετική προσέγγιση και μέσα από μια συλλογική προσπάθεια με τα γειτονικά κράτη να αντιμεωπίσουμε τις προκλήσεις, αλλά πολύ περισσότερο να αξιοποιήσουμε τις ευκαιρίες που υπάρχουν.
Αγαπητέ μου Κυριάκο, καλωσορίζοντάς σε ακόμα μια φορά στην Κύπρο, επέτρεψέ μου να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες τόσο εμένα προσωπικά, όσο και του κυπριακού λαού για τη διαχρονική, αταλάντευτη και αμέριστη στήριξη της Ελλάδας και του ελληνικού λαού στον αγώνα μας για τερματισμό της κατοχής και επανένωση της Κύπρου. Θέλω να σε διαβεβαιώσω, να είσαι απόλυτα βέβαιος ότι ο στενός συντονισμός μας θα συνεχιστεί σε όλα τα επίπεδα και ότι τόσο η Κυβέρνησή μου όσο και εγώ προσωπικά θα εργαστούμε με μοναδικό γνώμονα την εξυπηρέτηση των κοινών μας στόχων και επιδιώξεων».
Η μεταξύ άλλων, ότι «αγαπητέ μου Νίκο, δεν θα μπορούσα να μη βρίσκομαι και πάλι σήμερα στη Λευκωσία, στην πρώτη μου επίσημη διήμερη επίσκεψη εκτός συνόρων, μετά την επανεκλογή μου ως Πρωθυπουργού της Ελλάδος. Και αυτό παρά τη μάχη με τις πυρκαγιές που δοκιμάζουν εδώ και εβδομάδες την Ελλάδα. Μάχη στην οποία εξάλλου η Κύπρος υπήρξε εξαρχής συμπαραστάτης μας. Θέλω να μεταφέρω και πάλι τις θερμές μου ευχαριστίες αλλά και ολόκληρου του ελληνικού λαού για την προθυμία με την οποία στέκεστε πάντα στο πλευρό της Ελλάδος όταν αντιμετωπίζει τέτοιου είδους φυσικές δοκιμασίες. Εξάλλου το ίδιο κάνουμε και εμείς και κάναμε και εμείς και θα κάνουμε και εμείς στο μέλλον σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Και ακριβώς αυτή η πολύ στενή επιχειρησιακή και κυβερνητική συνεργασία μεταξύ των δύο μας κυβερνήσεων θα έρθει να επιστεγαστεί μέσα από τη δημιουργία την οποία έχουμε ανακοινώσει, του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδος και Κύπρου, με δυνατότητα δηλαδή να μπορούμε να βρισκόμαστε μαζί με ουσιαστικά πολλά μέλη των Υπουργικών Συμβουλίων, σε μια πιο αναλυτική συζήτηση που θα προωθεί συνολικά τη διμερή μας ατζέντα, πέραν των μεγάλων και σημαντικών γεωπολιτικών ζητημάτων στα οποία θα αναφερθώ και στη συνέχεια, θα έχουμε πράγματι την ευκαιρία να συμμετέχουμε και οι δύο στο πρώτο τέτοιο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας στις 11 και 12 Οκτωβρίου.
Και μάλιστα αποφασίσαμε από κοινού ότι θα ήταν μια πολύ καλή ιδέα εάν αυτό το διοργανώναμε στη Ρόδο, καθώς με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει και η Κυπριακή Δημοκρατία έμπρακτα να μεταφέρει τη δέσμευσή της, για την οποία σας ευχαριστώ και πάλι, να συμμετέχει στην προσπάθεια αναδάσωσης της Ρόδου μετά από τις πολύ δύσκολες πυρκαγιές που αντιμετωπίσαμε.
Και φυσικά ένα από τα θέματα, τα οποία θα συζητήσουμε είναι και η καλύτερη συνεργασία μας στον τομέα της πολιτικής προστασίας, καθώς είναι απολύτως σαφές ότι η Μεσόγειος βρίσκεται πια στο επίκεντρο της κλιματικής αλλαγής. Τα πράγματα θα γίνονται πιο δύσκολα και όχι πιο εύκολα και η συνεργασία όχι μόνο Ελλάδας και Κύπρου. αλλά των μεσογειακών χωρών συνολικά θα είναι ολοένα και πιο απαραίτητη.
Είμαι εδώ λίγες εβδομάδες μετά τις εκλογές του Ιουνίου, οι οποίες ανανέωσαν την εμπιστοσύνη των πολιτών στην οικονομικά και γεωπολιτικά ισχυρή Ελλάδα, τη χώρα που από τη μία πλευρά πιστεύω πολύ σύντομα πλησιάζει πια στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, υλοποιώντας ήδη ένα φιλόδοξο οικονομικό κοινωνικό σχέδιο. Έχουμε ήδη ψηφίσει τα δύο πρώτα μας νομοθετήματα, ένα το οποίο νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό και για τον Ελληνισμό της Κύπρου, καθώς είναι τέτοια η δυνατότητα στους συμπολίτες μας, οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους της πλειοψηφίας από το μόνιμο τόπο διαμονής τους, χωρίς κανένα εμπόδιο, χωρίς καμία γραφειοκρατική δυσκολία. Είναι πιστεύω και αυτή μία ακόμα σημαντική παρέμβαση για τη σύσφιγξη των σχέσεων του παγκόσμιου Ελληνισμού.
Από την άλλη, βέβαια, η πατρίδα μας εξακολουθεί να θωρακίζεται αμυντικά, ενισχύεται και διπλωματικά, αναβαθμίζεται γεωπολιτικά και βέβαια με κορυφαίο και σταθερό της μέλημα, κοινό μας μέλημα τον τερματισμό της κατοχής στην Κύπρο, την οριστική, δίκαιη και βιώσιμη επίλυση του Κυπριακού, γεγονός το οποίο ακριβώς υπογραμμίζει και η σημερινή μου παρουσία στη Μεγαλόνησο.
Όπως είπες αγαπητέ μου Νίκο, Αθήνα και Λευκωσία, Λευκωσία και Αθήνα, θα συνεχίσουμε σε απόλυτο συντονισμό και θέλω να το τονίσω αυτό, είτε σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε σε επίπεδο ΟΗΕ είτε σε επίπεδο των όποιων όποιων διμερών και πολυμερών επαφών μας, να διεκδικούμε μια δίκαιη και αμοιβαία αποδεκτή λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, πάντα στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Αυτές οι αποφάσεις και το διεθνές δίκαιο είναι ο οδηγός μας, ήταν, είναι και θα παραμείνουν ο οδηγός μας. Θα επιμείνω ότι στον 21ο αιώνα δεν γίνεται ανεκτή αυτή η ιστορική πληγή που εξακολουθεί να αιμορραγεί σε μια ανεξάρτητη χώρα. Δεν μπορεί να είναι ανεκτή ούτε η παρουσία κατοχικού στρατού σε ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε το ξεπερασμένο σύστημα των εγγυήσεων, του δικαιώματος επέμβασης τρίτων στις υποθέσεις του. Για αυτό και αυτομάτως νομίζω το έχουμε πει πολλές φορές τίθεται εκτός ατζέντας συζήτησης κάθε διχοτομική σκέψη περί δύο κρατών.
Είναι καιρός να ισχύσει σε ολόκληρο το νησί το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Στόχος είναι να ξεκινήσουμε διαπραγματεύσεις και πάλι υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Οι διαπραγματεύσεις επαναβεβαίωσα σήμερα στον Πρόεδρο την ακλόνητη μας προσήλωσή σε αυτόν τον δρόμο, αλλά συμφωνήσαμε επίσης να εργαστούμε ακόμη πιο στενά και για την εφαρμογή των Συμπερασμάτων του τελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ένα κείμενο το οποίο για πρώτη φορά εκφράζει την ετοιμότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αναλάβει ενεργό ρόλο, στηρίζοντας αυτή τη διαπραγματευτική διαδικασία σε όλα τα στάδια και με όλα τα κατάλληλα μέσα, όπως ρητά αναφέρει.
Και πράγματι, αυτή η διαφαινόμενη βελτίωση και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και στις ερυρωτουρκικές σχέσεις είναι μια ευκαιρία την οποία θα πρέπει να την αγκαλιάσουμε υπό την προϋπόθεση να είναι σταδιακή και αναστρέψιμη. Αυτές είναι οι δύο λέξεις οι οποίες πιστεύω ότι θα αποτελέσουν τον οδηγό σε αυτήν τη νέα προσπάθεια, καθώς μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι, αλλά δεν είμαστε ταυτόχρονα και αφελείς.
Ο Πρόεδρος με ενημέρωσε επίσης για τα επόμενα βήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενόψει και της 78η Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο.
Σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά που πιστεύω ότι σε ένα βαθμό σχετίζονται και με αυτά τα οποία συζητήσαμε, στο Βίλνιους επιδιώξαμε και εγώ και ο Πρόεδρος Ερντογάν την εκ νέου έναρξη μιας περιόδου καλών σχέσεων, τη σταδιακή προώθηση μιας θετικής ατζέντας. Συμφωνήσαμε στην ενεργοποίηση διμερών διαύλων επικοινωνίας, στη διατήρηση αυτού του κλίματος ηρεμίας και στη σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας στη Θεσσαλονίκη προς το τέλος του έτους. Το σημερινό θετικό κλίμα δεν σημαίνει ότι η Τουρκία έχει μεταβάλει ουσιαστικά την πολιτική της, ούτε και έπαψαν να υφίστανται οι ουσιαστικές διαφορές στις θέσεις μας. Όμως, η Ελλάδα έχει την αυτοπεποίθηση, θέλει να αξιοποιήσει τη συγκυρία, να εξαντλήσει κάθε περιθώριο στη βελτίωση των διμερών μας σχέσεων. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα θα επιμείνει ότι η Άγκυρα οφείλει να εγκαταλείψει οριστικά την επιθετική και παραβατική της συμπεριφορά και μαζί να εγκαταλείψει και τις ανιστόρητες διεκδικήσεις σε βάρος της εθνικής κυριαρχίας και ακεραιότητας τόσο της Ελλάδας όσο και της Κύπρου. Και θέλω να ελπίζω πάντως, όπως συζητήσαμε, ότι αυτή η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων ίσως μπορεί να έχει έναν θετικό αντίκτυπο και στο Κυπριακό. Και αντίστοιχα βέβαια. Αθήνα και Λευκωσία, συντάσσονται, συνεργάζονται ολοένα και στενότερο σε όλα αυτά τα πεδία, έτσι ώστε τους επόμενους μήνες να εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα σημαντικής προόδου τόσο στο Κυπριακό όσο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Συζητήσαμε και για μια σειρά από άλλα θέματα. Το μεταναστευτικό, στο οποίο μάλιστα και εγώ και ο κ. Πρόεδρος συμμετείχε και σε μια συνάντηση κορυφής που διοργάνωσε η Ιταλίδα Πρωθυπουργός. Δυστυχώς δεν μπορούσα να είμαι μαζί σας λόγω της κατάστασης που επικρατούσε στην Ελλάδα».
Πρόσθεσε ότι το πρόβλημα αυτό «δεν θα λυθεί αν τα καταφέρουμε να εξαρθρώσουμε τα δίκτυα των διακινητών, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τον ανθρώπινο πόνο, θέτουν σε άμεσο κίνδυνο κατατρεγμένους ανθρώπους που ξεκινούν ένα εξαιρετικά επικίνδυνο ταξίδι στη Μεσόγειο».
Επεσήμανε ότι «συζητήσαμε βέβαια και τα ζητήματα που αφορούν την ενεργειακή μας συνεργασία. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οδήγησε την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια πλήρη αναδιάταξη των ενεργειακών της προτεραιοτήτων».
Πρόσθεσε ότι η ΕΕ είναι καλύτερα να προμηθεύεται το φυσικό αέριο από χώρες είτε ευρωπαϊκές είτε χώρες που είναι φυσικοί σύμμαχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το Ισραήλ.
Τέλος ανέφερε ότι Κύπρος και Ελλάδα «είμαστε παράγοντες γεωπολιτικής σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή και θα εξακολουθούμε να αγωνιζόμαστε να ενισχύουμε το γεωπολιτικό μας αποτύπωμα προς όφελος των δύο λαών μας».
Στη συνέχεια ο Πρόεδρος και ο Πρωθυπουργός απάντησαν σε ερωτήσεις δημοσιογράφων.
Σε ερώτηση πώς μπορούν Αθήνα και Λευκωσία να αναβαθμίσουν τον ρόλο τους, αλλά και τη μεταξύ τους συνεργασία σε θέματα που κατέχουν σημαντική θέση και βρίσκονται στην πρώτη γραμμή και των ευρωπαϊκών προτεραιοτήτων, όπως το Μεταναστευτικό, η Ενέργεια, η πολιτική προστασία και κλιματική κρίση, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε ότι «ήταν θέματα που συζητήσαμε οι τομείς που προαναφέρετε. αλλά και άλλα θέματα που απασχολούν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για παράδειγμα, η Κύπρος και η Ελλάδα είναι οι χώρες που γειτνιάζουν με την περιοχή, μια περιοχή ιδιαίτερης γεωστρατηγικής σημασίας και έχουμε υποχρέωση ως κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως εκπρόσωποι, αν θέλετε, της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην περιοχή, να αναδείξουμε από τη μια τη σημασία της Ανατολικής Μεσογείου, της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, αλλά και την ίδια στιγμή την ανάγκη, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση ενισχύσει την παρουσία της στην περιοχή. Το ίδιο και για τα θέματα μετανάστευσης, για τα θέματα ενέργειας. Και είναι ακριβώς γγια αυτό τον λόγο που αποφασίστηκε και η σύσταση αυτών των κοινών συναντήσεων με μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, όπου θα συζητούμε και θέματα που είναι αυστηρά εθνικά θέματα, τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Ακριβώς μέσα από την ενίσχυση της συνεργασίας μας σε αυτά τα θέματα, να αναδείξουμε ακόμη περισσότερο και τον ρόλο μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Από την πλευρά του ο Πρωθυπουργός είπε ότι έχει δίκιο ο Πρόεδρος «να επισημαίνει ένα παράδοξο. Το παράδοξο είναι ότι ενώ οι χώρες μας συμμετέχουν σε τριμερή σχήματα, έχουμε σχήματα ανωτάτων συμβουλίων με άλλες χώρες, Ελλάδα και Κύπρος δεν είχαν ποτέ ένα τέτοιο εργαλείο και αυτό νομίζω ότι είναι σημαντικό και κάπου καταδεικνύει το γεγονός ότι το μεγάλο εθνικό θέμα μονοπωλούσε σε τέτοιο βαθμό τις επαφές μας, ώστε ενδεχομένως να παραμελήσαμε άλλους τομείς συνεργασίας, οι οποίοι είναι πολύ σημαντικοί.
Η αξιοπιστία μας και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επίλυση των μεγάλων γεωπολιτικών μας ζητημάτων περνάει και μέσα από μία σημαντική συνεισφορά σε θέματα, τα οποία μπορεί για εμάς να μην είναι θέματα πρώτης προτεραιότητας, αλλά να είναι για την Ευρώπη. Αυτό τουλάχιστον μου δείχνει η δικιά μου εμπειρία. Είμαστε πιο αξιόπιστοι όταν μιλάμε και για τα προβλήματα και για τα ζητήματα των άλλων και όχι μόνο για τα δικά μας ζητήματα και αυτό επιβάλλει μια στενότερη συνεργασία σε πολλούς διαφορετικούς τομείς. Θα έβαζα και τα θέματα της οικονομίας. Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει κάνει μεγάλα βήματα προόδου και πέρασε πολύ πιο γρήγορα την οικονομική κρίση μέσα από τολμηρές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και στα ζητήματα εφαρμογής καινοτόμων εργαλείων πολιτικής για την ψηφιακή πολιτική, ζητήματα που έχουν να κάνουν με την υγεία. Έχουμε να μάθουμε, πιστεύω, ο ένας από τον άλλον και πραγματικά προσβλέπω πολύ σε αυτήν τη στενότερη συνεργασία που θα εκτείνεται πέρα από την τακτική συνεργασία που έχουν οι καθ’ ύλην αρμόδιοι Υπουργοί για τα κρίσιμα γεωπολιτικά ζητήματα. Να αναφέρω ενδεικτικά, μιλήσαμε για την Ενέργεια, αλλά και τα ζητήματα της πολιτικής προστασίας που θα μας απασχολήσουν πολύ περισσότερο μετά τα επόμενα χρόνια. Δεν είναι μόνο τα ζητήματα των δασικών πυρκαγιών, είναι τα ζητήματα στη χρήση του νερού, κρίσιμα για περιοχές όπως οι χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, που θα δοκιμάζονται ολοένα και περισσότερο από τη λειψυδρία, η προστασία της βιοποικιλότητας, ο τουρισμός.
Ποιο είναι το μέλλον της τουριστικής μας βιομηχανίας και πώς αντιμετωπίζουμε το γεγονός ότι οι καλοκαιρινοί μήνες γίνονται ολοένα και πιο θερμοί; Έχουμε κοινές προκλήσεις λοιπόν στα θέματα αυτά».
Ερωτηθείς τι προσλαμβάνει ο ίδιος από τον διάλογο που είχε στο Βίλνιους με τον Τούρκο Πρόεδρο, σε σχέση με το Κυπριακό, και αν υπάρχει πρόθεση της Αθήνας να προχωρήσει σε υποβοηθητικές πρωτοβουλίες αυτής του Προέδρου Χριστοδουλίδη, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας είπε ότι «ήδη, η στήριξη της Ελλάδας σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία αναληφθεί από τον Πρόεδρο και από την ελληνοκυπριακή πλευρά είναι δεδομένη και αυτονόητη. Από εκεί και πέρα, θα σας απαντήσω ευθέως ότι ο Πρόεδρος Ερντογάν γνωρίζει, του το μετέφερα και πάλι ότι μια βελτίωση, η διαφαινόμενη βελτίωση των ευρωτουρκικών σχέσεων δεν μπορεί να μη συμπεριλαμβάνει και το Κυπριακό, δεν μπορεί να είναι ένα περιχαρακωμένο πρόβλημα, το οποίο το αφήνουμε. στην άκρη, διότι πολύ απλά είναι τόσο σημαντικό και για τους δυο μας, αλλά πιστεύω και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να πρέπει να είναι πάντα στο τραπέζι των συζητήσεων. Η επιμονή για λύση δύο κρατών οδηγεί μόνο σε αδιέξοδο. Πρέπει να επανέλθουμε στο αρχικό σκεπτικό. Πηγαίνουμε να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που σταματήσαμε, στο Κραν Μοντανά, να διαφυλάξουμε το κεκτημένο όσων είχαν συμφωνηθεί για να προχωρήσουμε από εκεί, αλλά δεν πρόκειται να αλλάξουμε τους κανόνες του παιχνιδιού, τους όρους μιας λύσης όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από πολλαπλές αποφάσεις του Συμβουλίου των ΗΕ».
Σε ερώτηση ποια είναι η ρεαλιστική προσδοκία που μπορεί να υπάρχει μέσα από μια τριμερή συνάντηση με τον ΓΓ των ΗΕ στη Νέα Υόρκη, με δεδομένες τις θέσεις των μερών, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε ότι «μοναδική μου επιδίωξη μέσα από την πρόταση για μια κοινή συνάντηση με τον Γενικό Γραμματέα των ΗΕ είναι η άρση του αδιεξόδου και η επανέναρξη των συνομιλιών από εκεί που διακόπηκαν το καλοκαίρι του 2017 και θα πράξουμε ό,τι είναι δυνατόν χωρίς να υποβαθμίζουμε τις δυσκολίες, τα προβλήματα. Πολύ εύστοχα ανέφερε και προηγουμένως ο Κυριάκος ότι δεν είμαστε αφελείς, γνωρίζουμε ποια είναι η κατάσταση πραγμάτων, αλλά αυτό δεν σημαίνει σε καμία απολύτως περίπτωση ότι εμείς θα σταματήσουμε τις προσπάθειές μας. Και είναι σημαντικό ότι σε αυτή μας την επιδίωξη για επανέναρξη των συνομιλιών έχουμε τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουμε τη στήριξη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και θεωρώ ότι και τα Ηνωμένα Έθνη εργάζονται προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι για αυτό τον λόγο, για παράδειγμα, που στις αρχές Σεπτεμβρίου θα έχουμε επίσκεψη στην Κύπρο, αναμένω επίσκεψη από αξιωματούχο των Ηνωμένων Εθνών που θα προετοιμάσει το έδαφος, έτσι ώστε να υπάρξει μια κοινή συνάντηση των τριών μας στη Νέα Υόρκη. Συνάντηση όμως που θα ακολουθήσει ένα θετικό αποτέλεσμα και για εμάς αυτή τη στιγμή ο επιδιωκόμενος στόχος όσον αφορά νη, είναι ο διορισμός αντιπροσώπου του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών με όρους εντολής από το Συμβούλιο Ασφαλείας σε σχέση με την επανέναρξη των συνομιλιών».
Σε ερώτηση προς τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας αν μπορεί να διαβεβαιώσει ότι γνωρίζει, επί της ουσίας των θέσεων για το Κυπριακό ενόψει διαπραγματεύσεων, τι ακριβώς θέλει η Λευκωσία ή αν γνωρίζει τι δεν θέλει η Λευκωσία, ο κ. Μητσοτάκης είπε ότι «μιλάτε στον Έλληνα Πρωθυπουργό, ο οποίος είναι τέσσερα χρόνια πια σε αυτή τη θέση. Έχουμε απόλυτο συντονισμό και δεν υπάρχουν στεγανά στην πληροφόρηση μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου. Λευκωσίας και Αθήνας. Και πιστεύω ότι γνωρίζω όλα όσα πρέπει να γνωρίζω. Και ο Κύπριος Πρόεδρος γνωρίζει όλα αυτά τα οποία πρέπει να γνωρίζει. Και το λέω αυτό, διότι είναι πάρα πολύ σημαντικό, το τόνισε ο Νίκος, να σταματήσουμε διάφορους οι οποίοι επιμένουν, ευτυχώς είναι πολύ λίγοι, με μεθοδικό τρόπο να σπείρουν διάφορα ζιζάνια στις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών. Δεν θα τους κάνουμε το χατίρι».
Σε ερώτηση αν θεωρεί πως οι 700 πυρκαγιές στην Ελλάδα είναι τυχαία περιστατικά ή αν υπάρχουν περιστατικά εμπρησμού ή και προβοκάτσιας, ο κ. Μητσοτάκης είπε ότι «έχουμε πει πολλές φορές ότι οι περισσότερες πυρκαγιές είναι από ανθρώπινο χέρι, είτε από δόλο είτε από αμέλεια».
Πρόσθεσε ότι η δικαιοσύνη κάνει αυτό το οποίο πρέπει και πάντα το Πυροσβεστικό Σώμα ερευνά τις αιτίες όλων των πυρκαγιών.
Σε ερώτηση για τον μεγάλο χρόνο διάρκειας της κατ΄ιδίαν συνάντησης τους, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε ότι «σίγουρα η μια ώρα που κράτησε η κατ΄ιδίαν συνάντηση μας δεν αφορούσε το να γεφυρώσουμε τις όποιες διαφορές ή διαφωνίες. Υπάρχει μια συνεχής, τακτική επαφή με τον Έλληνα Πρωθυπουργό. Εκτιμώ βαθύτατα που και στις δύο συμμετοχές μου μέχρι στιγμής στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το ενδιαφέρον και το πώς ο Έλληνας Πρωθυπουργός μιλά για τα θέματα της Κύπρου και τον ευχαριστώ δημόσια. Η συζήτηση μας σήμερα αφορούσε πολύ συγκεκριμένα τις επόμενες μας ενέργειες στα θέματα που έχω προαναφέρει».