O Πρόεδρος της ιταλικής Βουλής των Αντιπροσώπων Roberto Fico ανέφερε την Τετάρτη ότι η λογική της Τουρκίας στο Κυπριακό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και σημείωσε ότι μονομερείς ενέργειες, που αντιβαίνουν το διεθνές δίκαιο και τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Σε διαδικτυακή συνομιλία με την Πρόεδρο της Βουλής Αννίτα Δημητρίου, ο κ. Fico εξέφρασε ανησυχία για το σημειωθέν αδιέξοδο στις προσπάθειες προς επανέναρξη των διαπραγματεύσεων προς επίλυση του κυπριακού προβλήματος και υποστήριξε ότι οι δύο κοινότητες στην Κύπρο πρέπει να παραμείνουν ελεύθερες να διαπραγματευτούν χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις. Στην ανακοίνωση της Βουλής, για τη συνομιλία, προστίθεται ότι στο πλαίσιο της η Πρόεδρος της Βουλής αναφέρθηκε στις τελευταίες προκλητικές δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν σε σχέση με την πρόθεση για περαιτέρω άνοιγμα της περίκλειστης περιοχής της πόλης της Αμμοχώστου, τις οποίες καταδίκασε ως απαράδεκτες και παράνομες.Τόνισε ότι καταστρατηγούν κάθε έννοια διεθνούς δικαίου και βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τα Ψηφίσματα 550 και 789 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, καθώς και τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες.
Επισήμανε ότι τόσο η πρόσφατη Προεδρική Δήλωση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ όσο και η Δήλωση του Ύπατου Εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας τονίζουν ότι τέτοιες ενέργειες παραβιάζουν τα σχετικά ψηφίσματα, τα οποία προβλέπουν την επιστροφή της περίκλειστης πόλης στους νόμιμους κατοίκους της υπό τη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών. Η κ. Δημητρίου εξέφρασε ευχαριστίες για τη στάση που τηρεί η Ιταλία στο εν λόγω ζήτημα και τόνισε παράλληλα την ανάγκη λήψης σχετικών μέτρων, σημειώνοντας ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά παραμένει προσηλωμένη στην προσπάθεια επανέναρξης των διαπραγματεύσεων προς επίλυση του Κυπριακού το ταχύτερο δυνατόν. Η Πρόεδρος της Βουλής εξήρε τις αγαστές σχέσεις μεταξύ Κύπρου και Ιταλίας, ενώ εκφράστηκε εκατέρωθεν η βούληση για περαιτέρω ενίσχυσή τους. Τέλος, συζητήθηκε η πορεία της αντιμετώπισης της πανδημίας Covid-19 στις δύο χώρες και οι επιπτώσεις στα συστήματα υγείας, την οικονομία και το εκπαιδευτικό σύστημα.