Παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από την Κύπρο σε σχέση με Σύριους πολίτες που αναχαιτίστηκαν από τις κυπριακές Αρχές στη θάλασσα και επιστράφηκαν άμεσα στον Λίβανο, χωρίς να εξεταστούν οι αιτήσεις ασύλου τους, διαπίστωσε σε απόφασή του την Τρίτη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ).
Η απόφαση αφορά την υπόθεση M.A. και Z.R. κατά Κύπρου (αίτηση αριθ. 39090/20) και την αναχαίτιση πλοιαρίου στα ανοιχτά της Κύπρου. Όπως αναφέρεται στην απόφαση, οι κυπριακές αρχές επέστρεψαν αμέσως τους δύο Σύριους στον Λίβανο, όπου είχαν ήδη περάσει τέσσερα χρόνια σε καταυλισμό προσφύγων καθώς είχαν εγκαταλείψει τη εμπόλεμη Συρία λόγω της καταστροφής των κατοικιών τους.
Όπως σημειώνεται, οι προσφεύγοντες ανέφεραν στο δικαστήριο πως ήταν αιτούντες άσυλο, και πως είχαν δηλώσει πως επιθυμούσαν να ζητήσουν άσυλο στην Κύπρο, ενώ οι κυπριακές αρχές τους μεταχειρίστηκαν ως οικονομικούς μετανάστες.
Με ομόφωνη του απόφαση, το ΕΔΑΔ έκρινε ότι με την επιστροφή των δύο Σύριων στον Λίβανο, η Κύπρος παραβίασε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης), το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου αριθ. 4 (απαγόρευση της ομαδικής απέλασης αλλοδαπών), το 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) και, λόγω της μεταχείρισης των προσφευγόντων από τις κυπριακές αρχές, παραβίαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.
Σύμφωνα με το ΕΔΑΔ, οι Κυπριακές αρχές ουσιαστικά επέστρεψαν τα δύο άτομα στον Λίβανο χωρίς να επεξεργαστούν τις αιτήσεις τους για άσυλο, και χωρίς να γίνουν όλα τα βήματα που απαιτούνται βάση της νομοθεσίας για τους πρόσφυγες.
Από τις παρατηρήσεις που υπέβαλε η κυπριακή Κυβέρνηση ήταν προφανές, προστίθεται, ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν προβεί σε καμία αξιολόγηση του κινδύνου που ενέχει η έλλειψη πρόσβασης σε μια αποτελεσματική διαδικασία ασύλου στον Λίβανο, ή σε αξιολόγηση των συνθηκών διαβίωσης των αιτούντων άσυλο στη γειτονική χώρα.
Επίσης, προστίθεται, οι κυπριακές αρχές δεν είχαν αξιολογήσει ούτε τον κίνδυνο επαναπροώθησης (την καταναγκαστική επιστροφή των προσφύγων σε χώρα όπου ενδέχεται να υποστούν διώξεις), ούτε είχαν εξετάσει τη συγκεκριμένη κατάσταση των συγκεκριμένων ατόμων.
Στο ιστορικό της υπόθεσης αναφέρεται πως τα ξαδέλφια M.A. και Z.R. είναι Σύριοι πολίτες γεννημένοι το 1983 στο Ιντλίμπ της Συρίας. Όπως αναφέρουν οι ίδιοι, εγκατέλειψαν το Ιντλίμπ το 2016 λόγω του πολέμου, της στοχοποίησης αμάχων και της καταστροφής των σπιτιών τους. Στον Λίβανο, έμεναν σε καταυλισμούς που διαχειρίζεται η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR). Σύμφωνα με την κατάθεσή τους δεν είχαν πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη ή προοπτική να βρουν εργασία, ενώ ανησυχούσαν πως οι αρχές θα τους επέστρεφαν στην Συρία.
Μετά την έκρηξη στη Βηρυτό τον Αύγουστο του 2020, οι δύο πλήρωσαν 2.500 δολάρια ΗΠΑ ο κάθε ένας σε διακινητή για να τους μεταφέρει στην Κύπρο, και αναχώρησαν στις αρχές Σεπτεμβρίου σε πλοιάριο με περίπου 30 Σύριους και Λιβανέζους, συμπεριλαμβανομένων ασυνόδευτων ανηλίκων.
Οι μαρτυρίες των δύο διαφέρουν από τις πληροφορίες που κατέθεσε η κυπριακή Κυβέρνηση, σημειώνει το δικαστήριο. Ειδικότερα, οι M.A. και Z.R. αναφέρουν πως το σκάφος τους αναχαιτίστηκε στα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας από την ακτοφυλακή ή – σύμφωνα με την Κυβέρνηση – από την λιμενική και ναυτική αστυνομία.
Αν και δεν επιτράπηκε στο πλοίο να συνεχίσει την πορεία του, τους δόθηκε φαγητό, και διερμηνέας που ήταν παρών τους είπε ότι δεν θα τους επιτρεπόταν η είσοδος. Οι προσφεύγοντες είπαν στον διερμηνέα ότι επιθυμούσαν να υποβάλουν αίτηση ασύλου, εξηγώντας ότι ήταν Σύριοι. Οι εξηγήσεις τους αγνοήθηκαν, καθώς ο διερμηνέας δήλωσε ότι υπήρχε νέος νόμος στην Κύπρο βάσει του οποίου δεν επιτρεπόταν η αποβίβαση των προσφύγων, και οι αρχές πήραν τις ταυτότητές τους.
Το βράδυ της 7ης Σεπτεμβρίου 2020, το Δικαστήριο έλαβε αίτημα από τον σημερινό δικηγόρο των προσφευγόντων που ζητούσε να μην επιτραπεί επιστροφή τους στον Λίβανο, καθώς εκεί θα διέτρεχαν κίνδυνο επιστροφής στη Συρία, και όπως οι αιτούντες εισέλθουν στην Κύπρο για να ζητήσουν άσυλο. Το επόμενο πρωί το δικαστήριο απάντησε ότι χρειαζόταν περισσότερες πληροφορίες για την ταυτότητα τους, όμως μέχρι να απαντήσει ο δικηγόρος, οι προσφεύγοντες είχαν επιβιβαστεί σε πλοίο το οποίο είχε ήδη αποπλεύσει από την Κύπρο. Την επόμενη η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι προσφεύγοντες είχαν εισέλθει στα χωρικά ύδατα της Κύπρου χωρίς άδεια και δεν είχαν ζητήσει διεθνή προστασία.
Οι δύο Σύριοι υποστηρίζουν με τη σειρά τους πως στις 8 Σεπτεμβρίου εξαπατήθηκαν πως θα οδηγούνταν στην ξηρά, όμως αντ’ αυτού αναγκάστηκαν να επιβιβαστούν σε άλλη βάρκα, στην οποία επέβαιναν αστυνομικοί και άλλοι μετανάστες που θα επιστρέφονταν στο Λίβανο. Κατά την άφιξή τους στο Λίβανο, παραδόθηκαν στη λιβανέζικη αστυνομία, η οποία τους συνέλαβε και τους ανέκρινε πριν τους αφήσει να φύγουν.
Ο M.A. και ο Z.R. εξακολουθούν να βρίσκονται στο Λίβανο, όπου και οι δύο είναι εγγεγραμμένοι στην Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Οι άδειες παραμονής τους έχουν λήξει, αλλά δεν μπόρεσαν να τις ανανεώσουν, καθώς τα έγγραφά τους παρακρατήθηκαν από τις λιβανικές αρχές. Επίσης, δεν έχουν χορηγό (όπως εργοδότη ή κολέγιο) και δεν έχουν τα μέσα να πληρώσουν για την ανανέωσή τους.
Βασιζόμενοι στα άρθρα 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης), 5 (δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια) και 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) της Σύμβασης και στο άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου αριθ. 4 (απαγόρευση της συλλογικής απέλασης αλλοδαπών) της Σύμβασης, οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν ότι οι κυπριακές αρχές αρνήθηκαν να τους επιτρέψουν την πρόσβαση σε διαδικασία ασύλου και τους επέστρεψαν στο Λίβανο στο πλαίσιο συλλογικού μέτρου χωρίς να εξετάσουν τις αιτήσεις ασύλου τους ή τις ατομικές τους συνθήκες. Κατήγγειλαν επίσης ότι δεν είχαν πρόσβαση σε αποτελεσματικό εσωτερικό ένδικο μέσο.
Η προσφυγή κατατέθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 7 Σεπτεμβρίου 2020.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Κύπρος πρέπει να καταβάλει 22.000 ευρώ για κάθε προσφεύγοντα για ηθική βλάβη και 4.700 ευρώ από κοινού για έξοδα και δαπάνες.