Μια σταθερή κυβέρνηση έθετε ως βασικό ζητούμενο της Λευκωσίας από τις επερχόμενες εκλογές στη Τουρκία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε συνεντεύξεις που παραχώρησε σε εκπροσώπους των ΜΜΕ το προηγούμενο διάστημα. Δύση και ΗΠΑ έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στην πιο κρίσιμη εκλογική μάχη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με το αποτέλεσμα να είναι αμφίρροπο και το ενδεχόμενο μιας παρατεταμένης αστάθειας ανοιχτό. Και παρότι η αυτοδυναμία αποτελούσε, μέχρι πρότινος, ένα απομακρυσμένο σενάριο, η αιφνίδια αποχώρηση του Μουχαρέμ Ιντζέ από την εκλογική κούρσα δίνει νέα ώθηση στον ηγέτη της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Εξήντα εκατομμύρια ψηφοφόροι προσέρχονται αύριο, Κυριακή, στις κάλπες στη «σκιά» της διαρκώς επιδεινούμενης τουρκικής οικονομίας. Ερντογάν και Κιλιτσντάρογλου διανύουν το τελευταίο μίλι μιας προεκλογικής περιόδου που στιγματίστηκε από πολωτική ρητορική, ευθείες απειλές, έντονο παρασκήνιο και επιθέσεις.
Μιλώντας στο AlphaNews.Live ο Λέκτορας στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, Ζήνωνας Τζιάρρας, αναλύει τις δυναμικές των αυριανών εκλογών, τους παράγοντες που θα τις καθορίσουν, αλλά και τον πιθανό αντίκτυπο στα κυπριακά συμφέροντα.
Ποιες διαφορές εντοπίζετε από τις Προεδρικές Εκλογές του 2018;
Υπάρχουν κάποιες βασικές διαφορές σε ό,τι αφορά τις πολιτικές δυναμικές και το διακύβευμα. Με τις εκλογές του 2018 θα έμπαιναν σε εφαρμογή οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που ψηφίστηκαν στο δημοψήφισμα του 2017 και το πολιτειακό σύστημα θα μετατρεπόταν σε προεδρικό. Η δυσκολία που αντιμετωπίζει σήμερα ο Ερντογάν είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα της τότε αλλαγής η οποία ενίσχυσε τις τάσεις αυταρχισμού στη χώρα. Συνεπώς, το διακύβευμα σήμερα και το πρόταγμα της αντιπολίτευσης, είναι η επιστροφή σε ένα πιο δημοκρατικό πολίτευμα και, κατ’ επέκταση, στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική σταθερότητα.
Μια άλλη σημαντική διαφορά είναι οι δυναμικές εντός των αντιπολιτευτικών δυνάμεων. To 2018 δεν υπήρχε η σύμπνοια που υπάρχει σήμερα στους κόλπους της αντιπολίτευσης. Το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα είχε κατέλθει στις προεδρικές εκλογές με τον Μουχαρέμ Ίντζε, το Καλό Κόμμα με την Μεράλ Άκσενερ και το φιλο-κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών με τον Σελαχατίν Ντεμιρτάς. Σήμερα, τα πρώτα δύο κόμματα ανήκουν στον ίδιο συνασπισμό των «έξι» με κοινό υποψήφιο τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ενώ το φιλο-κουρδικό κόμμα δεν έχει δικό του υποψήφιο, με σκοπό να ενισχύσει τη δυναμική της αντιπολίτευσης απέναντι στον Ερντογάν.
Ποιοι παράγοντες, πέραν της οικονομικής δυσχέρειας, θα καθορίσουν την εκλογική συμπεριφορά των Τούρκων πολιτών;
Πέρα από τη βαθιά οικονομική κρίση στην οποία βρίσκεται η χώρα, υπάρχουν και άλλοι σημαντικοί κοινωνικοί, πολιτικοί και ψυχολογικοί παράγοντες που θα διαμορφώσουν την συμπεριφορά του εκλογικού σώματος. Ένας από αυτούς είναι προφανώς τα διαφορετικά οράματα που συγκρούονται αναφορικά με το μέλλον της χώρας, τον χαρακτήρα και την ταυτότητά της με όρους πολιτισμικούς και ιδεολογικούς. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι οι προεκτάσεις και οι συνέπειες της αυταρχικοποίησης επί διακυβέρνησης Ερντογάν. Ειδικά στα τμήματα εκείνα της κοινωνίας που διαφωνούν με τη ρητορική, τις πολιτικές και το όραμα του Ερντογάν, επικρατεί ο φόβος και η ανησυχία. Όχι μόνο λόγω των αντικειμενικών οικονομικών πιέσεων που αντιμετωπίζουν, αλλά και εξαιτίας της καταστολής, του εκφοβισμού και της περιθωριοποίησης που βιώνουν καθημερινά τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τον κοινωνικό περίγυρο που ταυτίζεται με τον Ερντογάν.
Παρότι υπόσχεται «επιστροφή στη Δύση», η ρητορική του Κιλιτσντάρογλου δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις από αυτές του Ερντογάν όσον αφορά τις διεκδικήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο και την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου. Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι σε μια ενδεχόμενη νίκη του θα αλλάξουν οι στοχεύσεις και οι δυναμικές στην ευρύτερη περιοχή;
Στην περίπτωση εκλογής Κιλιτσντάρογλου θα δούμε σημαντικές διαφοροποιήσεις στη στάση της Τουρκίας προς τη Δύση. Σε ό,τι αφορά τα περιφερειακά ζητήματα, πρέπει να διαχωρίσουμε, για παράδειγμα, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική από τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Δεν έχουν την ίδια θέση στην ατζέντα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η Κύπρος και η Ελλάδα γίνονται αντιληπτά από την Άγκυρα τουλάχιστον από τα μέσα του 20ου αιώνα ως ζητήματα εθνικής ασφάλειας, δηλαδή ως συνδεδεμένα με την ασφάλεια των συνόρων της χώρας αλλά και την εδαφική της ακεραιότητα. Υπό τον Κιλιτσντάρογλου θα συνεχίζουν να γίνονται αντιληπτά ως τέτοια. Η δε ρητορική της αντιπολίτευσης σε αυτά τα ζητήματα δίνει ξεκάθαρα δείγματα γραφής προς αυτή την κατεύθυνση.
Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι σε πολλές πρωτεύουσες της Δύσης αναμένεται η εκλογή Κιλιτσντάρολγου και ετοιμάζονται διπλωματικές και άλλες πρωτοβουλίες για βελτίωση των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση, αλλά και την επίλυση διαφόρων προβλημάτων στην Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή. Συνεπώς, παρά τη σκληρή ρητορική που παρακολουθούμε προεκλογικά, μια νέα προσπάθεια διαλόγου στα ελληνοτουρκικά ή το Κυπριακό δεν θα πρέπει να εκπλήξει. Χωρίς αυτό να σημαίνει, ωστόσο, ότι η Τουρκία θα υπαναχωρήσει από βασικές της διεκδικήσεις.
Πώς αναμένεται να επηρεαστεί η πραγματικότητα στα κατεχόμενα εάν λήξει η 20ετής διακυβέρνηση Ερντογάν; Θα υπάρξουν αλλαγές στην προσπάθεια δημιουργίας νέων τετελεσμένων στην περίκλειστη περιοχή των Βαρωσίων;
Τουλάχιστον σύμφωνα με τα λεγόμενα της αντιπολίτευσης, θα συνεχίσει η προσπάθεια ενίσχυσης και αναβάθμισης των κατεχομένων. Ο Κιλιτσντάρογλου όμως υποστηρίζει πως θα αντιμετωπίσει τα κατεχόμενα ως ένα εξωτερικό ζήτημα (άρα ως ένα ξεχωριστό «κράτος»), σε αντίθεση με τον Ερντογάν ο οποίος τα ανήγαγε σε ζήτημα εσωτερικής πολιτικής, εντείνοντας έτσι και τις δυναμικές μιας πολυεπίπεδης και de facto προσάρτησης και εξάρτησης. Δεδομένου ότι το ζήτημα των Βαρωσίων αποτελεί αγκάθι στις σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ, είναι πιθανόν να υπάρξει μια περίοδος περιορισμού περαιτέρω δράσεων στο πλαίσιο μιας προσπάθειας για βελτίωση των τουρκο-δυτικών σχέσεων. Σε κάθε περίπτωση όμως, το ζήτημα της Αμμοχώστου θα συνεχίσει να είναι ένα διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της Τουρκίας που δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει όποτε το θεωρήσει αναγκαίο.
Ποιο είναι το worst case σενάριο για τα συμφέροντα της Κύπρου;
Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους δύο βασικούς υποψηφίους και τις θέσεις τους, δεν υπάρχει σενάριο που να είναι εξόφθαλμα θετικό για την Κύπρο. Η Κύπρος δεν πρέπει να ελπίζει στην οποιαδήποτε νέα τουρκική κυβέρνηση. Θα πρέπει να είναι έτοιμη για την αντιμετώπιση του οποιουδήποτε σεναρίου.
Τελικά η Δύση προτιμά «τον διάβολο που ξέρουμε»;
Ο Ερντογάν μπορεί να είναι «ο διάβολος» που ξέρει η Δύση. Αλλά σίγουρα δεν είναι ο «διάβολος» που θέλει. Πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι τόσο στην Ουάσιγκντον όσο και στις περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ελπίζουν (και ενίοτε επενδύουν) στην εκλογή Κιλιτσντάρογλου, διότι έχουν μεγάλες προσδοκίες από ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Το μεγάλο ερώτημα είναι κατά πόσο αυτές οι προσδοκίες θα εκπληρωθούν. Μεσο-μακροπρόθεσμα, η απάντηση δεν είναι καθόλου δεδομένη.