Ομιλία Γιώργου Λιλλήκα στη συζήτηση του Κρατικού Προϋπολογισμού 2018

Δευτέρα, 11/12/2017 - 16:44
Μικρογραφία

Αν θέλουμε να αλλάξουμε την Κύπρο, πρέπει να δείξουμε εθνική υπευθυνότητα. Να αφήσουμε κατά μέρος τις διαφωνίες και διαφορές μας. Συλλογικά και με την βοήθεια εμπειρογνωμόνων να καθορίσουμε ένα κοινό οικονομικό και κοινωνικό όραμα. Να σχεδιάσουμε το πως θέλουμε να είναι η Κύπρος σε 20 χρόνια από σήμερα. Μόνο έτσι θα εκπληρώσουμε το χρέος μας απέναντι στα παιδιά μας.
11 Δεκεμβρίου 2017
 
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι.
Ως είθισται, η συζήτηση των Προϋπολογισμών προσφέρεται για μια σφαιρική συζήτηση της Κυβερνητικής πολιτικής. Ο φετινός Προϋπολογισμός είναι ο τελευταίος προϋπολογισμός της απερχόμενης Κυβέρνησης και αντικατοπτρίζει τα αποτελέσματα της πενταετίας: θετικά και αρνητικά. Γι’ αυτό και προσφέρεται για αποτίμηση και απολογισμό της πενταετούς διακυβέρνησης του κ. Νίκου Αναστασιάδη.
Στο Κυπριακό η κληρονομιά που αφήνει η πενταετής διαχείριση από τον κ. Αναστασιάδη είναι ιδιαίτερα αρνητική, αφού με την πολιτική των μονομερών υποχωρήσεων και τους αυτοσχεδιασμούς, που χαρακτήριζαν τις αποφάσεις του, αποδυνάμωσε επικίνδυνα τη διαπραγματευτική μας θέση και κατέστησε την πλευρά μας ευάλωτη  σε εκβιασμούς και πιέσεις από μέρους της Τουρκίας.
Επί της ουσίας ο κ. Αναστασιάδης, μετά από μερικές αμφιταλαντεύσεις και παλινδρομήσεις, ακολούθησε την πολιτική του προκατόχου του, τόσο ως προς την τακτική όσο και ως προς την φιλοσοφία.
Χωρίς στρατηγική, χωρίς σοβαρή αξιολόγηση της τουρκικής πολιτικής, των προτεραιοτήτων και των στόχων της Άγκυρας, στηριζόμενος στις παροτρύνσεις και αβάσιμες διαβεβαιώσεις των γνωστών πρωτευουσών, βεβιασμένα και λανθασμένα προχώρησε στο εκτενές Κοινό Ανακοινωθέν με τον κ. Έρογλου.
Ένα Ανακοινωθέν το οποίο έθεσε την επιδιωκόμενη λύση πάνω σε νέα βάση. Με το Κοινό αυτό Ανακοινωθέν αποδέχθηκε στοιχεία Συνομοσπονδιακού χαρακτήρα, αφού η κυριαρχία του Κράτους θα προέρχεται εξίσου από τις δύο κοινότητες κι όχι από τον Κυπριακό λαό. Δημιούργησε ταυτόχρονα το πλαίσιο για μετατροπή της Κυπριακής Δημοκρατίας σε Ελληνοκυπριακό Συνιστών Κράτος, το οποίο από κοινού με το παράνομο και αποσχιστικό καθεστώς της “TRNC”, ως Τουρκοκυπριακό Συνιστών Κράτος θα δημιουργήσουν το «νέο Συνεταιριστικό Κράτος», που θα προκύψει από τη λύση.
συγκλίσεις που ακολούθησαν στις διακοινοτικές συνομιλίες όπως κι οι προτάσεις του κ. Αναστασιάδη στη Διάσκεψη στο Κρανς Μοντάνα, είναι το φυσιολογικό αποτέλεσμα μιας πολιτικής φιλοσοφίας η οποία αποδέχθηκε τα δεδομένα της εισβολής και της διχοτόμησης, ως συνιστώσες της λύσης. Στην πραγματικότητα τα νομιμοποιεί και επεκτείνει τις αρνητικές πτυχές τους μέσα από τα βέτο, τους μηχανισμούς επίλυσης αδιεξόδων και το δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης και εγκατάστασης που εκχωρήθηκε στα 80 εκατομμύρια Τούρκων της Τουρκίας, σε όλο το νησί.
Ο αγώνας για αποκατάσταση της εδαφικής κυριαρχίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, μετατράπηκε σταδιακά σε αγώνα όχι για δίκαιη λύση αλλά απλά για βιώσιμη λύση και για επανένωση της Κύπρου. Πως, όμως, πραγματικά επανενώνεται η Κύπρος, ο λαός και η οικονομία της Κύπρου μέσα από την υπό εκκόλαψη λύση στη βάση της ΔΔΟ; Πόσο λειτουργική και βιώσιμη μπορεί να είναι μια ειδική λύση όταν η ιστορία μας διδάσκει ότι άδικες συμφωνίες είναι θνησιγενής;
Όπως έχω εξηγήσει πολλές φορές, η ΔΔΟ εδράζεται στη λογική των δύο κρατών και στην αρχή ότι η κάθε κοινότητα θα διοικεί εσαεί το δικό της Κράτος με εθνικά κριτήρια. Η ιδιότητα του πολίτη του Κυπριακού Κράτους θα έχει αξία στο εξωτερικό αλλά καμιά πραγματική αξία στο εσωτερικό, αφού τα πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα μας στην Κύπρο θα είναι περιορισμένα και ακρωτηριασμένα στη βάση της εθνικής καταγωγής. Για να μπορούν εσαεί οι Τουρκοκύπριοι να διοικούν ένα Συνιστών Κράτος θα πρέπει είτε να ακυρωθεί το ανθρώπινο δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης και ιδιοκτησίας είτε να καταργηθούν οι δημοκρατικές ελευθερίες του εκλέγειν και εκλέγεσθε. Είναι γι’ αυτό το λόγο που η Τουρκική πλευρά επιμένει να έχει την πλειοψηφία γης και πληθυσμού στο Τουρκοκυπριακό Συνιστών Κράτος. Το πλέον οξύμωρο και προκλητικό αποτέλεσμα αυτού του μοντέλου λύσης είναι το ότι ένας ευρωπαίος πολίτης που θα εγκατασταθεί για παράδειγμα στην Κερύνεια, θα απολαμβάνει πολύ περισσότερα δικαιώματα και ελευθερίες από ένα Κερυνειώτη που θα του επιτραπεί να επιστρέψει στη γη του.
Ο ευρωπαίος πολίτης θα δικαιούται να αγοράσει όση γη θέλει, να οικοδομήσει όσο μεγάλο σπίτι θέλει, να διεκδικήσει έδρα ευρωβουλευτή ή το αξίωμα του Δημάρχου. Ο Ελληνοκύπριος, όμως, που θα ζει στην Κερύνεια τίποτα από αυτά δεν θα δικαιούται! Κι όλα αυτά τον 21ο αιώνα, σε ένα Ευρωπαϊκό Κράτος. Η ωμή πραγματικότητα είναι ότι μέσα από την ΔΔΟ θα διαιωνιστεί η διχοτόμηση. Μόνη διαφορά ότι θα είναι νόμιμη. Για να μπορούν οι πολίτες να κρίνουν αν αυτή η λύση όντως επανενώνει την πατρίδα μας, θα πρέπει να γνωρίζει τι έχει μέχρι τώρα συμφωνηθεί.
Στον τομέα της Οικονομίας, τα δύο Συνιστώντα Κράτη θα κάνουν χωριστές Συμφωνίες στον τομέα του Εμπορίου, στον τομέα του Τουρισμού και για τη χρηματοδότηση τους. Άρα θα έχουν χωριστά και ανταγωνιστικά εμπορικά, τουριστικά και χρηματοδοτικά συμφέροντα.
Τα δύο Συνιστώντα Κράτη θα καθορίζουν χωριστά τον εταιρικό φόρο όπως και τον φόρο εισοδήματος.
Το ΓΕΣΥ και το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων επίσης θα είναι χωριστό.
Τι είναι τελικά αυτό που θα ενώνει τις δύο κοινότητες; Πως θα δημιουργηθούν κοινά οικονομικά συμφέροντα για να αναπτυχθούν συνεργασίες σε ιδεολογική ή ακόμα και ταξική βάση;
Στην πραγματικότητα η επόμενη μέρα μιας τέτοιας λύσης θα βρει τις δύο κοινότητες να ζουν χωριστά αλλά και να έχουν  διαφορετικά ανταγωνιστικά οικονομικά συμφέροντα που  αναπόφευκτα θα τις οδηγήσουν σε ένα αδυσώπητο ανταγωνισμό.
Μόνο Κοινό στοιχείο θα είναι η Κεντρική Κυβέρνηση η οποία με τα όσα έχουν συμφωνηθεί θα τελεί υπό την ομηρία των Τουρκοκυπρίων και θα αποτελεί μόνιμη εστία προστριβών και αδιεξόδων. Η εκ Περιτροπής Προεδρία, τα βέτο στο Υπουργικό Συμβούλιο, οι απαιτούμενες πλειοψηφίες στη Βουλή και στη Γερουσία, τα μικρά βέτο στις ανεξάρτητες αρχές και θεσμούς του Κράτους και πολύ περισσότερο η επίλυση των αδιεξόδων με κλήρωση, οδηγούν σε κατάργηση των αρχών της δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου.
Σε κανένα δημοκρατικό και φυσιολογικό κράτος δεν συναντούμε τέτοιες δομές και τέτοιες διαδικασίες λήψης απόφασης;
Η επόμενη μέρα αυτής της λύσης αντί να μας οδηγήσει σε συνθήκες ασφάλειας και ευημερίας, θα μας οδηγήσει σε ένα νέο πεδίο αντιπαραθέσεων και ανασφάλειας, με ένα Κράτος που θα τελεί υπό παραλυσία. Κατάρρευση της, μια πολύ πιθανή εξέλιξη με ένα τέτοιο συνταγματικό τερατούργημα, θα μας βρει στην θέση που βρίσκονται σήμερα οι Τουρκοκύπριοι ή οι Παλαιστίνιοι: να αναζητούμε κράτος και διεθνή αναγνώριση.
Έκρινα σκόπιμο να περιγράψω τα όσα έχουν μέχρι τώρα συμφωνηθεί, για να ενημερωθεί ο λαός για την ποιότητα και το πραγματικό περιεχόμενο της υπό διαπραγμάτευση λύσης. Για να ξέρει ο λαός πως πίσω από το σύνθημα της επανένωσης αυτό που πραγματικά εκκολάπτεται είναι η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η νομιμοποίηση της διχοτόμησης σε ένα νέο καθεστώς ομηρίας της Κύπρου από την Τουρκία. 
Οι αυταπάτες και οι ψευδαισθήσεις στις οποίες στηρίχθηκε η πολιτική των τελευταίων 10 χρόνων επέτρεψε στην Τουρκία να παρατείνει την κατοχή και τη διχοτόμηση. Να δημιουργήσει νέα κεκτημένα στις εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού χωρίς να μετακινηθεί από τις πάγιες θέσεις της ως προς τις εγγυήσεις, τα επεμβατικά δικαιώματα και την εσαεί παραμονή τουρκικών στρατευμάτων.
Αυτό παραδέχεται ο ίδιος ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, σύμφωνα με τα πρακτικά της συνάντησης του με τον κ. Άιντε στις 22 του περασμένου Ιουλίου. Δική του είναι η φράση «τα έδωσα όλα, και τι πήρα; Τίποτα». Αποδείχθηκε για μιαν ακόμα φορά, στο Κρανς Μοντανά πως όσο πιο υποχωρητικοί είμαστε, τόσο πιο αδιάλλακτη καθίσταται η Τουρκία.
Συνέχιση των συνομιλιών απ’ εκεί που διακόπηκαν στο Κρανς Μοντάν, θα μας οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια είτε σε τουρκική λύση είτε σε ενταφιασμό του Κυπριακού.

Δεν ευθύνεται ο κ. Αναστασιάδης για το αδιέξοδο στο Κρανς Μοντάνα. Η ευθύνη του κ. Αναστασιάδη έγκειται στο ότι παρά τις προειδοποιήσεις μας σύρθηκε στην τακτική της Τουρκίας.
Το λάθος του κ. Αναστασιάδη να υποχωρήσει στην πίεση Ερτογάν για σύγκληση εδώ και τώρα Διάσκεψης για το Κυπριακό, επέτρεψε στην Τουρκία να ενισχύσει τη διαπραγματευτική της θέση. Η Τουρκία σήμερα εκβιάζει: είτε συνέχιση απ’ εκεί που διακόπηκαν οι συνομιλίες και ικανοποίηση της και στις πτυχές της ασφάλειας είτε υλοποίηση του Πλάνου Β’ που έχει προσχεδιάσει. Δεν αντέχει άλλα λάθη η Εθνική μας υπόθεση. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να συνεχίσουμε να στηριζόμαστε σε αυταπάτες και ψευδαισθήσεις ως προς τους πραγματικούς στόχους που επιδιώκει η Τουρκία μέσα από την λύση του Κυπριακού. Μόνη διέξοδος από τα αδιέξοδα και τους κινδύνους που δημιούργησε η χρεοκοπημένη πολιτική των μονομερών υποχωρήσεων, είναι η χάραξη μιας νέας πορείας η οποία με διεκδηκητικότητα μπορεί να καταστήσει την κατοχή ασύμφορη για την Τουρκία.
Μόνο έτσι μπορεί να καμφθεί η τουρκική αδιαλλαξία. Αυτόν τον στόχο υπηρετεί η Πρόταση νέας Στρατηγικής για δίκαιη λύση του Κυπριακού που κατέθεσα πριν από τρία χρόνια στο Εθνικό Συμβούλιο. Μια Στρατηγική που θα μπορούσε να οδηγήσει και στην σφυρηλάτηση της εθνικής ενότητας, που είναι απαίτηση του λαού μας.
Διέξοδο προσφέρει και η προσφυγή στον λαό τώρα, για να αποφασίσει έγκαιρα και προληπτικά, ως προς το μοντέλο λύσης του Κυπριακού. Αν κάποιοι φοβούνται ότι ο λαός θα απορρίψει αυτή τη λύση, τότε καλύτερα να την απορρίψει τώρα παρά στο τέλος σε ένα δημοψήφισμα επί συμφωνημένης λύσης. Η λύση αφορά το μέλλον του λαού και ο λαός ως κυρίαρχος θα πρέπει να δώσει τη δική του κατεύθυνση και εντολή στην πολιτική ηγεσία. Αυτό εξάλλου απαιτεί η δημοκρατία. 
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Οι προϋπολογισμοί που έχουμε ενώπιον μας είναι προϋπολογισμοί διαχειριστικού χαρακτήρα. Προϋπολογισμοί οι οποίοι στερούνται οράματος και γι’ αυτό δεν μπορούν να πάρουν την Κύπρο μπροστά.
Είναι θετικό το γεγονός ότι οι δημοσιονομικοί δείκτες έχουν βελτιωθεί, το δημόσιο χρέος έναντι του ΑΕΠ έχει μειωθεί και έχουμε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Θετικό είναι ακόμη και το γεγονός ότι ο προϋπολογισμός είναι βασικά ισοσκελισμένος, αν και οι συμπληρωματικοί προϋπολογισμοί των προεκλογικών δεσμεύσεων του κ. Αναστασιάδη μας πισωγυρίζουν σε πρακτικές παρωχημένων εποχών.
Βέβαια, η αλήθεια είναι πως με την ληστεία των καταθέσεων, των Ταμείων Προνοίας και των κεφαλαίων κίνησης των εταιρειών, με τις αποκοπές μισθών, επιδομάτων και συντάξεων οποιαδήποτε Κυβέρνηση, σε οποιαδήποτε χώρα, θα βελτίωνε τα δημοσιονομικά της.
Αυτή η βελτίωση, όμως, δεν αντανακλάται στην πραγματική οικονομία ούτε και στην ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Ο παραγόμενος εθνικός πλούτος δεν κατανέμεται δίκαια με αποτέλεσμα το ένα τρίτο του πληθυσμού να ζει στα όρια της φτώχειας. Ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού όπως οι άνθρωποι με αναπηρίες, οι συνταξιούχοι, οι πολυμελείς οικογένειες, οι άνεργοι να ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης που πληγώνουν την αξιοπρέπεια τους. Είναι αδιανόητο η Πολιτεία να ορίζει τα 727 ευρώ εισόδημα ως τη γραμμή που καθορίζει τα όρια της φτώχειας και το ίδιο το Κράτος με τις συντάξεις και τα επιδόματα που δίνει να στέλνει πολίτες του να ζουν στην φτώχεια. Αυτή η άδικη παραδοξότητα πρέπει να αλλάξει.
Η εγκληματική απόφαση για κούρεμα των καταθέσεων, βύθισε την κοινωνία μας σε βαθιά ανθρωπιστική κρίση, την οποία δεν αντιμετωπίζει η Κυβέρνηση με τη φιλοσοφία των προϋπολογισμών που κατέθεσε.
Σοβαρά προβλήματα συνεχίζουν να υφίστανται και τα οποία δυστυχώς δεν βρίσκονται στις προτεραιότητες της Κυβέρνησης η οποία αντί να σχεδιάσει λύσεις, παρακολουθεί παθητικά και δογματικά αναμένει ότι ο νόμος της αγοράς θα κλείσει τις ανοικτές πληγές.
Η ανεργία βρίσκεται πολύ ψηλά. Οι όποιες νέες θέσεις εργασίας δημιουργούνται, προσφέρουν εξευτελιστικούς μισθούς και καθιστούν τους νέους μας αντικείμενο εκμετάλλευσης. Η μετανάστευση των νέων επιστημόνων και η μη επιστροφή στην Κύπρο χιλιάδων απόφοιτων από τα Πανεπιστήμια του εξωτερικού αποτελεί μιαν τεράστια κοινωνική πληγή, η οποία τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσει και οικονομική πληγή. Δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε καλύτερο μέλλον αν συνεχίσουμε να εξάγουμε επιστημονικό προσωπικό και να εισάγουμε ανειδίκευτους εργάτες. Πρέπει το ταχύτερο δυνατό να δημιουργήσουμε ένα νέο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης το οποίο θα δημιουργεί υψηλόμισθες θέσεις εργασίας για να επαναπατριστούν οι νέοι μας.
Οι κυπριακές εταιρείες και τα νοικοκυριά μας είναι τα πλέον υπερδανειζόμενα στην Ε.Ε. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ναρκοθετούν το χρηματοοικονομικό σύστημα της χώρας, ενώ χιλιάδες οικογένειες κινδυνεύουν να χάσουν το σπίτι τους. Τα θύματα της οικονομικής κρίσης κινδυνεύουν με τους Μνημονιακούς νόμους για τις εκποιήσεις να μετατραπούν σε άστεγους.
Απέναντι σε αυτές τις μεγάλες κοινωνικές πληγές η Κυβέρνηση παραμένει απαθής και αδιάφορη. Το 2013 η Κυβέρνηση αδιαφόρησε να μελετήσει εναλλακτικές προτάσεις για αποφυγή του κουρέματος των καταθέσεων. Με την ίδια αδιαφορία αρνείται σήμερα να εξετάσει λύσεις που οδηγούν σε κούρεμα των δανείων και διασφάλιση της πρώτης κατοικίας.
 
 
Αναφορικά με την εσωτερική διακυβέρνηση, αυτή την πενταετία βιώσαμε την υπόσκαψη και αμφισβήτηση θεσμών που προσπάθησαν να εξιχνιάσουν σκάνδαλα διαπλοκής συμφερόντων και να οδηγήσουν τους ενόχους ενώπιον της δικαιοσύνης. Η χώρα μας συνεχίζει να βρίσκεται υπό τον ασφυκτικό κλοιό της κομματοκρατίας η οποία επιμένει να ελέγχει Ημικρατικούς Οργανισμούς, ανεξάρτητους θεσμούς και αρχές συντηρώντας το δίκτυο πελατειακών σχέσεων, του ρουσφετιού και της διαπλοκής. Οι προτάσεις της Κυβέρνησης για μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο στερούνται αξιοπιστίας, γιατί η ίδια η Κυβέρνηση με τους διορισμούς της στην ΕΔΥ, ΕΕΥ κι αλλού ανακύκλωσε την κομματοκρατία.
Το Κράτος μας συνεχίζει να λειτουργεί με δομές, με διαδικασίες και νοοτροπίες του περασμένου αιώνα. Η ψηφιακή μεταρρύθμιση, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση παραμένουν για τη χώρα μας ανεκπλήρωτο όνειρο, όταν πολύ πιο φτωχές χώρες έχουν κάνει άλματα προόδου.
Χάσαμε ήδη πολύτιμο έδαφος, γι’ αυτό αν θέλουμε να κερδίσουμε το στοίχημα σ’ ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, πρέπει να φερθούμε έξυπνα και με αποφαστικότητα, στη βάση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής με ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις. Δεν έχουμε την πολυτέλεια πλέον για μπαλλωματικές ρυθμίσεις και αυτοσχεδιασμούς.
Κύριε πρόεδρε,
Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι.
Αν θέλουμε να αλλάξουμε την Κύπρο, αν θέλουμε να οδηγήσουμε τη χώρα μας στη νέα εποχή, θα πρέπει να δείξουμε εθνική υπευθυνότητα. Να αφήσουμε κατά μέρος τις διαφωνίες και διαφορές μας. Συλλογικά και με την βοήθεια εμπειρογνωμόνων να καθορίσουμε ένα κοινό οικονομικό και κοινωνικό όραμα. Να σχεδιάσουμε το πως θέλουμε να είναι η Κύπρος σε 20 χρόνια από σήμερα. Να ορίσουμε τους επιμέρους στόχους και τη στρατηγική υλοποίησης τους. Μόνο έτσι θα πετύχουμε. Μόνο έτσι θα εκπληρώσουμε το χρέος μας απέναντι στα παιδιά μας.