Περί τα τέλη Φεβρουαρίου αναμένεται πως θα ξεκινήσουν οι πρώτες εργασίες για την κατασκευή του τερματικού υγροποιημένου φυσικού αερίου στο Βασιλικό, ενώ θα γίνουν προσπάθειες για παράδοση του έργου ακόμη και νωρίτερα από τον Ιούλιο του 2023.
Αυτό δήλωσε στο ΚΥΠΕ, εκ μέρους του κινεζικού κολοσσού που ανέλαβε την κατασκευή των υποδομών εισαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου (China Petroleum Pipeline), ο EPC Executive Manager, Γιώργος Χρήστου, σημειώνοντας πως ο βασικός σχεδιασμός έχει ολοκληρωθεί σε ποσοστό πέραν του 90%.
«Οι απαιτούμενες αδειοδοτήσεις για τις πρώτες εργασίες έχουν εξασφαλιστεί και τα γραφεία εργοταξίου έχουν εγκατασταθεί στον χώρο. Πιστεύουμε ότι μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου θα έχουν αρχίσει και οι πρώτες εργασίες στην Κύπρο», ανέφερε.
Σύμφωνα με τον κ. Χρήστου, από τις συναντήσεις που προηγήθηκαν το προηγούμενο διάστημα με όλους τους φορείς, «διαφάνηκε η ξεκάθαρη βούληση όλων των εμπλεκόμενων για την όσο το δυνατόν πιο σύντομη ολοκλήρωση του έργου στο Βασιλικό και δόθηκαν λύσεις σε ζητήματα που προκλήθηκαν από την πανδημία».
Ερωτηθείς για τα ζητήματα προέκυψαν από τον Δεκέμβριο του 2019, όταν υπογράφηκε η συμφωνία για το έργο, δήλωσε ότι η συμφωνία συνομολογήθηκε ακριβώς πριν εμφανισθεί η πανδημία Covid-19. «Πάραυτα, το έργο δεν μπορούσε να ξεκινήσει, καθώς εκκρεμούσε η ολοκλήρωση της χρηματοδότησης από τις Ευρωπαϊκές Τράπεζες, ενώ η εντολή για έναρξη (Notice to Proceed) δόθηκε τον Μάιο του 2020», είπε.
Επιπλέον, συνέχισε, «εν αναμονή της επιλογής της επιβλέπουσας αρχής (Owner’s Engineer), ορίσθηκε ως ημερομηνία έναρξης του έργου (Commencement Date) η 28η Σεπτεμβρίου του 2020, εν μέσω της κορύφωσης πλέον της πανδημίας».
Ο εκπρόσωπος της CPP τόνισε ότι «η περίοδος αυτή έως και σήμερα, έχει χαρακτηρισθεί ως μία από τις πιο δύσκολες που έχουν υπάρξει ποτέ στην παγκόσμια αγορά, καθότι δεν ήταν σε θέση κανένας να προγραμματίσει και να προβλέψει με ασφάλεια την επόμενη μέρα». Οπως είπε, «πολλά σημαντικά έργα παγκοσμίως ακυρώθηκαν και αρκετά χρειάστηκε να επαναπροσδιοριστούν ως προς την βιωσιμότητα τους», σημειώνοντας πως «το κόστος και ο χρόνος παράδοσης των πρώτων υλών και του εξοπλισμού έχει εκτοξευθεί, χωρίς να μπορεί κανένας να δεσμευτεί ή να εγγυηθεί για την τελική παράδοση».
Παρά τις αυξήσεις που καταγράφονται, υπογράμμισε ο Γιώργος Χρήστου, «η CPP, με την εμπειρία και το μέγεθος της, κατάφερε να εξασφαλίσει τις πρώτες ύλες και τον εξοπλισμό που απαιτείται για το έργο, κρατώντας τις τιμές και τους χρόνους παράδοσης σε διαχειρίσιμα επίπεδα».
Τόνισε ότι το αναθεωρημένο χρονοδιάγραμμα, που προβλέπει παράδοση του έργου τον Ιούλιο του 2023, «θα τηρηθεί, με προσπάθεια ακόμα και για βελτίωσή του, θεωρώντας ότι δε θα υπάρξουν περαιτέρω απρόβλεπτες καταστάσεις». Υπενθύμισε δε ότι, αρχικά το έργο θα ολοκληρωνόταν περί το τέλος του 2022, αλλά λόγω των παραπάνω προβλημάτων που δημιούργησε και η πανδημία, έγινε αναπροσαρμογή, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα νέα δεδομένα.
Σε σχέση με το πλοίο «ΕΤΥΦΑ Προμηθέας», που αποτελεί το μεγαλύτερο και πιο σύνθετο μέρος του έργου, είπε ότι οι εργασίες, στο ναυπηγείο της COSCO, στη Σαγκάη, βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη. «Την παρούσα χρονική στιγμή οι δύο πιο ζωτικής σημασίας μονάδες, η μονάδα επαναεριοποίησης (Regas) και η μονάδα ισχύος (Power Module) βρίσκονται στο στάδιο κατασκευής» ανέφερε και σημείωσε ότι με την ολοκλήρωση των εργασιών αυτών, το πλοίο θα μετατραπεί, από απλό μεταφορέα Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNGC), σε πλωτή μονάδα αποθήκευσης και επαναεριοποίησης (FSRU), διατηρώντας παράλληλα πλήρως τις αρχικές λειτουργίες του ως εμπορικό πλοίο.
«Οι εργασίες είναι όντως χρονοβόρες, καθώς προϋποθέτουν μεταφορές πολλών υλικών και εξοπλισμού από απομακρυσμένα μέρη, όπως η Ευρώπη, αντιμετωπίζοντας τεράστιες καθυστερήσεις λόγω των εκκρεμοτήτων που έχουν δημιουργηθεί στην παγκόσμια μεταφορική αλυσίδα», συμπλήρωσε.
Απαντώντας, εξάλλου, στις διάφορες επικρίσεις που κατά καιρούς υπήρξαν για το έργο, ο κ. Χρήστου είπε ότι η σπουδαιότητα του συγκεκριμένου έργου είναι αδιαμφισβήτητη και τα οφέλη του σημαντικά, σε πολλαπλά επίπεδα και πως είναι δύσκολο να γίνουν αντιληπτοί οι λόγοι των όποιων επικρίσεων.
«Σε σχέση με τα οφέλη, θα αναφερθώ ενδεικτικά στη γεωπολιτική αναβάθμιση της θέσης της Κύπρου, την ενεργειακή αυτονομία που θα αποκτήσει, τη βελτίωση του οικολογικού αποτυπώματος, με μείωση των ρύπων, στην εξοικονόμηση δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ ετησίως (από τις κυρώσεις που μας επιβάλλει σήμερα η ΕΕ), ακόμα και στη μείωση του κινδύνου ρύπανσης στην περιοχή, καθώς δεν θα παραδίδουν πλέον δεξαμενόπλοια βαρύ μαζούτ», ανέφερε.
Παράλληλα, ο κ.Χρήστου αναφέρθηκε στο αποτύπωμα που θα έχει το έργο στην αγορά, καθώς εκτός από την προμήθεια εξοπλισμού, μέσω ντόπιων αντιπροσώπων και την εμπλοκή εργολάβων και ανθρώπινου δυναμικού για την πραγματοποίηση των εργασιών, θα υπάρχει σημαντική μεταφορά τεχνογνωσίας, συμβάλλοντας στους σχεδιασμούς αναβάθμισης του νησιού, σε ενεργειακό κόμβο στην Ανατολική Μεσόγειο.
«Στο πλαίσιο των παραπάνω, είναι δύσκολο να αντιληφθούμε τους λόγους των πιθανών επικρίσεων, πόσο μάλλον δε, όταν το συγκεκριμένο έργο χρηματοδοτείται στο μεγαλύτερο ποσοστό του από την ΕΕ, ανατέθηκε με Διεθνή Μειοδοτικό Διαγωνισμό, κάτω από τη λεπτομερή εποπτεία των κυπριακών αρχών και ευρωπαϊκών οργάνων, το αποτέλεσμα έγινε αποδεκτό από τις Ευρωπαϊκές Τράπεζες, χωρίς ουδεμία ένσταση και εκτελείται κάτω από τις πιο αυστηρές διαδικασίες, ακολουθώντας διεθνή πρότυπα και υπό συνεχή επίβλεψη», πρόσθεσε.
Η κοινοπραξία που ανέλαβε το έργο, συνέχισε, κατέχει ηγετική θέση στην παγκόσμια αγορά, έχοντας κατασκευάσει τα τελευταία χρόνια 15 λιμενικές εγκαταστάσεις και πάνω από 120.000 χλμ αγωγών, σημειώνοντας ότι το έργο θεωρείται ως το μεγαλύτερο ενιαίο ολοκληρωμένο έργο στην Κύπρο, καθώς ποτέ πριν δεν υπήρξε επένδυση που να συνεπάγεται ιδιοκτησία πλοίων, ιδιοκτησία θαλάσσιων εγκαταστάσεων και χερσαία ιδιοκτησία.
«Η κυπριακή κυβέρνηση, με την ολοκλήρωση αυτού του έργου, θα έχει πλέον την απόλυτη ιδιοκτησία και τη λειτουργία μιας ολοκληρωμένης εγκατάστασης, έχοντας την επιπλέον δυνατότητα να παρέχει και άλλες υπηρεσίες, όπως ανεφοδιασμός LNG και πιθανές εξαγωγές LNG», κατέληξε.