Η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αντικατοπτρίζει τις «παράνομες» και «μαξιμαλιστικές απόψεις» της Ελλάδας και της ελληνοκυπριακής πλευράς που είναι «ασυμβίβαστες με την πραγματικότητα», ισχυρίζεται το τουρκικό ΥΠΕΞ. Αναφέρει ακόμη ότι η μορφή για τη λύση του Κυπριακού περιλαμβάνει μόνο τα δύο μέρη στο νησί, τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις και τα Ηνωμένα Έθνη. Το τουρκικό ΥΠΕΞ απορρίπτει επίσης «τις άδικες εκτιμήσεις της ΕΕ, ιδίως όσον αφορά τα πολιτικά κριτήρια και την εσωτερική πολιτική δυναμική», όπως αναφέρει.
Στην ανακοίνωση του τουρκικού ΥΠΕΞ αναφέρεται ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε χθες (30 Οκτωβρίου) το Έγγραφο Στρατηγικής Διεύρυνσης για το 2024 και τις Εκθέσεις Χωρών που ετοιμάστηκαν για όλες τις υποψήφιες και δυνάμει υποψήφιες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας».
«Στην Έκθεση του 2024 για την Τουρκία, απορρίπτουμε τις άδικες εκτιμήσεις της ΕΕ, ιδίως όσον αφορά τα πολιτικά κριτήρια και την εσωτερική πολιτική δυναμική», σύμφωνα με την ανακοίνωση.
Το τουρκικό ΥΠΕΞ αναφέρει ωστόσο ότι «θεωρούμε αξιοσημείωτο ότι η Έκθεση αναφέρεται στην πρόοδο που σημειώθηκε στις μακροοικονομικές πολιτικές και υπογραμμίζει το προηγμένο επίπεδο προσαρμογής της Τουρκίας σε μια λειτουργική οικονομία της αγοράς καθώς και την ικανότητά της να αντιμετωπίσει τις ανταγωνιστικές πιέσεις και τις δυνάμεις της αγοράς εντός της Ένωσης».
Η έκθεση, συνεχίζει η ανακοίνωσ «επιβεβαιώνει ότι η Τουρκία έχει συμμορφωθεί με τα πρότυπα της ΕΕ σε πολλούς τομείς ευθυγραμμίζοντας τη νομοθεσία της με το κεκτημένο της ΕΕ. Με την αναβίωση όλων των μηχανισμών διαρθρωτικού διαλόγου που έχουν ανασταλεί, όπως το Συμβούλιο Σύνδεσης και οι Συνεδριάσεις Διαλόγου Υψηλού Επιπέδου σε κρίσιμους τομείς, είναι δυνατό να ληφθούν κοινά βήματα σε πολλούς τομείς».
Σύμφωνα με το τουρκικό ΥΠΕΞ «η έκθεση τονίζει ότι η Τουρκία διαδραματίζει εποικοδομητικό ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο, βελτιώνει τις σχέσεις της με την Ελλάδα και αναπτύσσει τη συνεργασία της με την ΕΕ σε εμπορικά θέματα. Σύμφωνα με την εποικοδομητική μας προσέγγιση που καταγράφεται στην Έκθεση, αναμένουμε να αρθούν τα πολιτικά εμπόδια στις σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ, τα οποία εφαρμόστηκαν με τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 2019».
Από την άλλη πλευρά, συνεχίζει το τουρκικό ΥΠΕΞ «η Έκθεση αντικατοπτρίζει τις παράνομες και μαξιμαλιστικές απόψεις της Ελλάδας και της ελληνοκυπριακής πλευράς που είναι ασυμβίβαστες με την πραγματικότητα. Αγνοεί πλήρως τις θεμιτές ανησυχίες και τις δικαιολογημένες πολιτικές της Τουρκίας και της τδβκ» όπως αναφέρεται στο ψευδοκράτος.
«Θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε ότι η μορφή για τη λύση του Κυπριακού περιλαμβάνει μόνο τα δύο μέρη στο νησί, τις τρεις Εγγυήτριες δυνάμεις και τα Ηνωμένα Έθνη. Οποιαδήποτε μελλοντική λύση πρέπει να επιτευχθεί με τη συμφωνία και των δύο μερών στο νησί. Οι δηλώσεις της ΕΕ για το Κυπριακό, οι οποίες αντικατοπτρίζουν άνευ όρων τη στάση της ελληνοκυπριακής πλευράς και δεν λαμβάνουν υπόψη τα εγγενή δικαιώματα του τουρκοκυπριακού λαού, δεν συμβάλλουν στις προσπάθειες επίλυσης και δείχνουν ξεκάθαρα γιατί η εμπλοκή της ΕΕ στη λύση η διαδικασία δεν είναι κατάλληλη επιλογή. Θα θέλαμε επίσης να σας υπενθυμίσουμε ότι η ΕΕ δεν έχει καθήκον να καθορίζει τα σύνορα τρίτων χωρών ούτε την εξουσία να αποφασίζει για αυτό το θέμα» προστίθεται.
Το τουρκικό ΥΠΕΞ υποστηρίζει ότι «οι τρέχουσες περιφερειακές και παγκόσμιες προκλήσεις απαιτούν μια νέα προοπτική στις σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ. Χαιρετίζουμε τις πρόσφατες προσπάθειες της ΕΕ να συνεργαστεί με την Τουρκία. Ωστόσο, η αναζωογόνηση των σχέσεων απαιτεί τη λήψη συγκεκριμένων βημάτων με βάση την πολιτική βούληση και το στρατηγικό όραμα της ΕΕ».
«Ως υποψήφια χώρα, τονίζουμε για άλλη μια φορά ότι η πολιτική βούληση της Τουρκίας να αναπτύξει τις σχέσεις της με την ΕΕ με εποικοδομητικό τρόπο είναι σαφής και ισχυρή. Η πρόοδος που αναμένεται από την Τουρκία στη διαδικασία ένταξης στην ΕΕ θα επιταχυνθεί όταν η ΕΕ εφαρμόσει μια εποικοδομητική και στρατηγική προσέγγιση σύμφωνα με το καθεστώς υποψηφιότητας της Τουρκίας με συγκεκριμένα βήματα», αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Το τουρκικό ΥΠΕΞ καταλήγει, λέγοντας πως αναμένει ότι «οι συστάσεις που περιλαμβάνονται στην κοινή ανακοίνωση που εκπονήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Ύπατο Εκπρόσωπο θα εφαρμοστούν χωρίς καθυστέρηση ή πρόσθετες προϋποθέσεις».