Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε πρόσφατα πρωτόδικη απόφαση για δυσφήμιση κατά του Βουλευτή Ζαχαρία Κουλία εις βάρος του πρώην Υπουργού Γεωργίας Κώστα Θεμιστοκλέους, αλλά τροποποίησε προς τα κάτω τις αποζημιώσεις σε €15.000 από €25.000 που είχαν αρχικά επιδικαστεί.
Η υπόθεση χρονολογείται από το 2006 όταν έγιναν οι επίδικες δηλώσεις του κ. Κουλία σε ραδιοφωνική εκπομπή, εκδικάστηκε πρωτοδίκως το 2008 και κατ` έφεση το 2012 και επανεκδικάστηκε πρωτόδικα το 2013 με το Δικαστήριο να επιδικάζει αποζημιώσεις ύψους €25.000 πλέον τόκο και έξοδα υπέρ του κ. Θεμιστοκλέους. Ακολούθησε προσφυγή στο ΕΔΑΔ του κ. Κουλία κατά της απόφασης του εφετείου το 2012, απόφαση του ΕΔΑΔ το 2020 ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης και επιδίκαση αποζημίωσης από την Κυπριακή Δημοκρατία ύψους €9.800 που καταβλήθηκε, καθώς και έφεση για ακύρωση της απόφασης του Εφετείου το 2020 λόγω της απόφασης του ΕΔΑΔ η οποία απορρίφθηκε.
Οι λόγοι έφεσης, αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης, «προσβάλλουν την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει αποζημιώσεις καθώς και το ύψος αυτών».
«Υποβάλλεται εκ μέρους του εφεσείοντα και σε αυτό επικεντρώθηκε η επιχειρηματολογία, που ανέπτυξε ο συνήγορος του, πως ενώ ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε καμιά ζημιά, γεγονός το οποίο εντοπίζει το Δικαστήριο σε διάφορα σημεία της απόφασης του, ωστόσο, επιδικάζει χωρίς καμιά αιτιολόγηση αποζημιώσεις και μάλιστα αυξημένες ύψους €25.000 χωρίς να συνεκτιμήσει την έλλειψη κακοβουλίας εκ μέρους του εφεσείοντα, τη μη απόδειξη ειδικών ζημιών και τη μη συμπερίληψη στην αξίωση του εφεσίβλητου, διεκδίκηση για αυξημένες αποζημιώσεις», προστίθεται.
Ο εφεσείων «υποδεικνύει πως για να επιτύχει το αστικό αδίκημα της δυσφήμισης (slander) σύμφωνα με το άρθρο 17(3) του Κεφ.148, χρειάζεται πέραν από τη διαπίστωση του δυσφημιστικού περιεχομένου, η απόδειξη ειδικής ζημιάς από πλευρά ενάγοντα, η οποία να προέκυψε από κακοβουλία. Με δεδομένο, όπως ισχυρίζεται, ότι δεν αποδείχτηκε καμιά ειδική ζημιά, τότε δεν θα έπρεπε να επιδικαστούν αποζημιώσεις ή να αποδοθούν συμβολικές, ύψους €1».
Το Ανώτατο, σημειώνει στην απόφασή του, μεταξύ άλλων, ότι αποτέλεσε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστήριο ότι δεν είχε ικανοποιηθεί «… ότι η επαγγελματική σταδιοδρομία του ενάγοντα έχει επηρεασθεί από τις επίδικες δηλώσεις και ότι η στάση του εναγομένου ήταν αυτή που τον οδήγησε να αποσυρθεί στην Κακοπετριά». «Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, παρατηρώ ότι ακόμη και το 2006 που έγιναν οι δηλώσεις ο ενάγοντας ήταν προχωρημένης ηλικίας, πολύ κοντά στη συντάξιμη ηλικία και οι προοπτικές του για εργοδότηση, στην ηλικία αυτή, ήταν, σε συνδυασμό με την επαγγελματική του πείρα, αρκετά περιορισμένες», αναφέρεται.
Προστίθεται επίσης ότι «ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου πως μέχρι την ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης αισθανόταν αποστροφή και ψυχρότητα εκ μέρους των απλών ανθρώπων, χαρακτηρίστηκε υπερβολικός καθόσον όπως το έθεσε “είναι δύσκολο να πιστέψω ότι ένα άτομο έξυπνο και λογικό ως ο ενάγοντας θα υπέβαλλε υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενάμιση περίπου έτος μετά τις επίδικες δηλώσεις, ενώ ένοιωθε την αποστροφή και τη ψυχρότητα του κόσμου”».
Σύμφωνα με το Ανώτατο, το πρωτόδικο Δικαστήριο «έκρινε επίσης πως η παρέμβαση του εφεσείοντα στη ραδιοφωνική εκπομπή, “δεν ήταν στοχευμένη για να πλήξει αποκλειστικά τον ενάγοντα, αλλά είχε ως στόχο να κατακρίνει κάποιες λανθασμένες, κατά την άποψη του, ενέργειες πολιτικών προσώπων που συνδέονται με τον κομματικό χώρο του ΔΗΣΥ, οι οποίες, σύμφωνα πάντα με την άποψη του, ευνοούσαν τις θέσεις της Τουρκίας σε σχέση με το εθνικό μας ζήτημα” και τούτο διότι οι δηλώσεις του αποτελούσαν μέρος μιας γενικότερης αναφοράς του που στόχευε να καταδείξει τη δυσκολία αλλαγής της στάσης των Τούρκων έναντι του εθνικού μας ζητήματος, έχοντας υπόψη τη στάση κάποιων πολιτικών προσώπων».
«Εκείνο που απέμεινε ήταν πως «παρά το γεγονός ότι η αναφορά που έγινε στον ενάγοντα ήταν μικρή, αυτή έπληξε την ηθική υπόσταση του. Ο ενάγοντας παρουσιάζεται ως πρόσωπο αναξιοπρεπές, ο οποίος έχοντας ως κίνητρο το οικονομικό του συμφέρον, αμφισβήτησε την ορθότητα του όρου “ψευδοκράτος”», σημειώνεται.
«Κατέληξε δε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως: “Το βάρος ήταν στους ώμους του ενάγοντα ν’ αποδείξει την ισχυριζόμενη κακοβουλία του εναγομένου και ή τα κίνητρα που τον ώθησαν να προβεί στις συγκεκριμένες δηλώσεις. Στην περίπτωση αυτή απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε κακοβουλία ή κακοπιστία εκ μέρους του εναγομένου”».
Βεβαίως, συνεχίζει το Ανώτατο στην απόφασή του, «όπως ανωτέρω λέχθηκε, οι επίδικες δηλώσεις δεν απέτρεψαν ούτε εμπόδισαν τον εφεσίβλητο να κατέλθει δύο χρόνια αργότερα, ως υποψήφιος πρόεδρος στις Προεδρικές Εκλογές του 2008».
«Δεν παύει όμως, ως εκ του περιεχομένου τους να αποδίδουν σε εκείνον μια ηθική κατάπτωση και μια ανεντιμότητα, μη ανεκτή από το μέσο λογικό άνθρωπο», αποφαίνεται.
Γι αυτό, αναφέρεται, «δεν μπορούμε να ενστερνιστούμε όσα ο συνήγορος του εφεσείοντα ισχυρίζεται περί μη ύπαρξης οιουδήποτε μεμπτού εναντίον του εφεσίβλητου και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε κάτι τέτοιο. Ουσιαστικά ο εφεσείων υπαινισσόταν ότι ο ενάγων είχε ενεργήσει με τον τρόπο που του αποδιδόταν σαν αποτέλεσμα χρηματισμού».
«Ο επίδικος ισχυρισμός ικανοποιούσε τις πιο παραδοσιακές προϋποθέσεις του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης διότι συνιστούσε βάναυση επίθεση εναντίον της φήμης και υπόληψης του εφεσίβλητου», προστίθεται.
Σύμφωνα με το Ανώτατο, «ο κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως ηλικίας ή θέσης έχει το δικαίωμα και την απαίτηση να τυγχάνει σεβασμού στην ιδιωτική και πολιτική του ζωή και η αξιοπρέπεια του να μη γίνεται βορά στα χέρια και στις δηλώσεις του οποιουδήποτε. Το δικαίωμα κριτικής και δημόσιας τοποθέτησης δεν πρέπει να αφήνεται να ξεπερνά τα όρια της ελευθερίας και προσωπικότητας των άλλων».
«Το καθήκον να γνωρίζει και να αντιλαμβάνεται κάποιος πού πρέπει να σιωπά και να σταματά, μπορεί να φαίνεται δύσκολο, αποτελεί όμως η επιτέλεση του, ένδειξη πολιτισμού και σεβασμού», σημειώνει.
Σε σχέση με τις αποζημιώσεις παραθέτει προηγούμενες αποφάσεις οι οποίες κατά το ίδιο είναι ενδεικτικές και παρέχουν καθοδήγηση για το δίκαιο ποσό αποζημίωσης στις οποίες που επιδικάστηκαν ποσά ύψους ΛΚ6.000, ΛΚ9.000 και €12.000 αντίστοιχα.
«Με τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης ο τέταρτος λόγος της έφεσης πετυχαίνει μερικώς, ενώ οι υπόλοιποι απορρίπτονται», αναφέρεται.
«Κρίνουμε, υπό το φως των προηγούμενων αναφορών μας, ότι το ποσό των €15.000 αποτελεί δίκαιη και εύλογη αποζημίωση και μειώνεται ανάλογα το επιδικασθέν ποσό», αποφαίνεται το Ανώτατο στην απόφασή του.