Πολιτική επιδότηση της αντιμισθίας ιερέων αφορά, σύμφωνα με τον Υπουργό Οικονομικών Χάρη Γεωργιάδη, η μερική ενίσχυση από το κράτος του μισθών ιερέων και δεν αποτελεί εμπορική ή επενδυτική συμφωνία. “Είναι πολιτική επιδότηση, η οποία μέχρι σήμερα διδόταν με ένα τρόπο όχι επαρκώς ρυθμισμένο“, είπε ο Υπουργός Οικονομικών και πρόσθεσε ότι η Κυβέρνηση προτείνει τη συνέχιση της στη βάση μιας νομοθετικής ρύθμισης, παράλληλα με την μεταβίβαση των ακινήτων που περιλαμβάνονται σε αυτή την συμφωνία.
Μιλώντας ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών, η οποία εξέτασε το σχετικό θέμα για τέταρτη συνεδρία, ο κ. Γεωργιάδης τόνισε πως «πάντοτε, εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, Κυβέρνηση και Βουλή έκριναν ότι αυτή η επιδότηση πρέπει να συνεχίσει να υφίσταται, και η παρούσα Κυβέρνηση δεν θέτει θέμα τερματισμού της επιδότησης της αντιμισθίας των ιερέων». «Καμία Κυβέρνηση από το 1971 μέχρι σήμερα δεν αμφισβήτησε ή δεν επιδίωξε να τερματίσει αυτή την πρακτική», ανέφερε και πρόσθεσε ότι «κάθε χρόνο από το 1971 το σχετικό κονδύλι περιλαμβάνεται στον κρατικό προϋπολογισμό και δεν υπήρξε ποτέ πολιτική δύναμη που καταψήφιζε το συγκεκριμένο κονδύλι». Ο Υπουργός Οικονομικών διερωτήθηκε κατά πόσον υπάρχει ζήτημα κάποιος να ερμηνεύει τη συμφωνία ως να είναι μια εμπορική συμφωνία η μερική ενίσχυση του μισθού των ιερέων από το 1971 μέχρι σήμερα και να τίθενται από κάποιους σήμερα, μετά από σχεδόν μισό αιώνα ερωτήματα ως αν να είναι εμπορική ή επενδυτική συμφωνία. Αναφορικά με το κατά πόσον η συμφωνία είναι συμφέρουσα για το κράτος, ο κ. Γεωργιάδης είπε ότι «δεν είναι αυτό το πλαίσιο της συμφωνίας», προσθέτοντας ότι «το πλαίσιο είναι αν η πολιτεία θεωρεί πως πρέπει να δίνει μία ενίσχυση στην εκκλησία της Κύπρου». Είπε ακόμη πως όπως το κράτος ενισχύει και επιδοτεί διάφορα πράγματα επιδοτεί και τους μισθούς των ιερέων και την εκκλησία και αυτό γίνεται από το 1971. Είναι προτίμηση της πολιτείας η νομοθετική ρύθμιση να μην γίνεται απευθείας η επιδότηση για να μην υπάρχει έστω και η παραμικρή σχέση του κράτους με τους ιερείς προκειμένου στην αντιμισθία τους, πρόσθεσε.
Ανέφερε ότι από το 1983 μέχρι σήμερα πληρώθηκαν από το κράτος συνολικά γύρω στα 137 εκ. ευρώ για αντιμισθία ιερέων, ενώ περίπου 150 εκ. ευρώ πληρώθηκαν συνολικά από την πολιτεία προς την εκκλησία από το 1971 μέχρι σήμερα. Όπως και οι προηγούμενες Κυβερνήσεις και η παρούσα Κυβέρνηση αποδέχεται την πολιτική της ενίσχυσης της επιδότησης της αντιμισθίας των ιερέων και αυτό συμβαίνει στα πλείστα ευρωπαϊκά κράτη, τόνισε ο Υπουργός Οικονομικών. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συνέχισε, σχεδόν σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη η πολιτεία καταβάλει είτε το σύνολο των μισθών των ιερέων είτε επιδοτεί των μισθών των ιερέων, πρόσθεσε. Ο ΥΠΟΙΚ έφερε ως παράδειγμα την Ελλάδα όπου μέχρι πριν ένα χρόνο όχι μόνο πληρώνονταν οι μισθοί των ιερέων από το ελληνικό κράτος αλλά θεωρούνταν δημόσιοι υπάλληλοι, προσθέτοντας ότι «σήμερα, χωρίς να αλλάξει καθόλου η καταβολή από το κράτος της αντιμισθίας των ιερέων στην Ελλάδα, οι ιερείς δεν θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι και θεωρείται επιδότηση και μάλιστα εξ΄ ολοκλήρου», ενώ στην Κύπρο είναι εν μέρει. Ακόμη και στην Γαλλία που είναι η χώρα πρότυπο του διαχωρισμού του κράτους με την πολιτεία οι μισθοί των ιερέων πληρώνονται από το κράτος, ανέφερε και πρόσθεσε ότι σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη υπάρχει φόρος που είναι υποχρεωτικός για τους μετέχοντες στην εκκλησία.
Αναφορικά με τις αλλαγές που επέρχονται στη συμφωνία, ο κ. Γεωργιάδης είπε ότι αυτές αφορούν μεταξύ άλλων ότι καθορίζεται ένα όριο στην αύξηση της επιδότησης και ότι προτείνεται η ενίσχυση να καταβάλλεται στο εκκλησιαστικό ταμείο που συμπληρώνει την αντιμισθία των ιερέων και όχι στον κάθε ιερέα χωριστά. Επιπλέον, ο ΥΠΟΙΚ ανέφερε πως άλλη σημαντική ρύθμιση ήταν η μεταβίβαση στο κράτος των ακινήτων που είχαν συμπεριληφθεί στη συμφωνία του 1971 και πρόσθεσε ότι «από το 1971 καμία Κυβέρνηση δεν δέησε να ζητήσει και να πάρει αυτά τα ακίνητα και να τα εγγράψει στο όνομα της πολιτείας».
Αναφορικά με το που βρίσκεται η διαδικασία μεταβίβασης των ακινήτων της εκκλησίας στο κράτος, η Γενική Λογίστρια της Δημοκρατίας Ρέα Γεωργίου είπε ότι η όλη διαδικασία θα ολοκληρωθεί στο τέλος του μήνα, ενώ μέχρι σήμερα έχει ολοκληρωθεί η μεταβίβαση του 79% των ακινήτων. Επίσης, ο κ. Γεωργιάδης είπε ότι δεν θεωρεί το Υπουργείο ότι μπορεί να αξιοποιήσει την ακίνητη περιουσία όταν είναι εγγεγραμμένη στην εκκλησία, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι «τώρα που θα μεταβιβαστεί στην Δημοκρατία και θα τερματιστεί η διαχρονική παράλειψη θα μπορέσουμε να εξετάσουμε το ενδεχόμενο αξιοποίησης της». Ο Διευθυντής του Ελεγκτικού Τμήματος της Εκκλησίας της Κύπρου Ιωάννης Χαριλάου είπε ότι η εκκλησία δεν έθεσε ποτέ τη συμφωνία ως ένα εμπορικό θέμα, ενώ σε σχέση με το εκκλησιαστικό ταμείο, ο κ. Χαριλάου είπε ότι ο οργανισμός αυτός ελέγχεται από ένα διεθνή ελεγκτικό οίκο. Πρόσθεσε ότι η μισθοδοσία των ιερέων ανέρχεται γύρω στα 17 και 18 εκατομμύρια ετησίως και το κράτος θα επιδοτεί τους μισθούς ιερέων με ποσό γύρω στα 6,8 εκ. ευρώ ετησίως Εξάλλου, σε δηλώσεις μετά τη συνεδρία της Επιτροπής, ο Υπουργός Οικονομικών ανέφερε ότι από το 1971 μέχρι σήμερα το κράτος επιδοτεί τους μισθούς των ιερέων στη βάση συμφωνίας που έγινε τότε και «κάθε χρόνο το σχετικό κονδύλι παρουσιαζόταν στον προϋπολογισμό και ομόφωνα όλα τα κόμματα στην Βουλή ενέκριναν αυτό το κονδύλι χωρίς να προκύψει ποτέ καμία διαφωνία». Αναφέροντας ότι ποτέ δεν προέκυψε κάποιο ζήτημα από τις Κυβερνήσεις που πέρασαν από το 1971, ο κ. Γεωργιάδης είπε ότι «και η θέση αυτής της Κυβέρνησης είναι πως πρέπει να συνεχιστεί αυτή η επιδότηση όπως συμβαίνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε πλείστα ευρωπαϊκά κράτη, και στην Ελλάδα και στην Γαλλία και στην Γερμανία και αλλού». Ανέφερε ότι ως ΥΠΟΙΚ «θεωρούμε ότι πρέπει να γίνουν κάποιες ρυθμίσεις» και ότι «αυτή η επιδότηση που συνεχίζεται από το 1971 πρέπει να ρυθμίζεται με νόμο του κράτους και για αυτό έχουμε στείλει ένα σχετικό νομοσχέδιο ούτω ώστε με πλήρη διαφάνεια και καθαρότητα να διέπονται οι όροι αυτής της ενίσχυσης με νόμο του κράτους και όχι στη βάση μιας συμφωνίας που είχε γίνει το 1971». Αναφορικά με την δεύτερη ρύθμιση που αφορά την μεταβίβαση των ακινήτων της εκκλησίας στο κράτος, ο κ. Γεωργιάδης είπε ότι «όποια και αν είναι η αξία και ο αριθμός των ακινήτων που περιλαμβάνονταν στη συμφωνία (του 1971) και τα οποία ποτέ καμία Κυβέρνηση από το 1971 δεν δέησε να τα ζητήσει και να τα μεταβιβάσει, η παρούσα Κυβέρνηση σε συνεργασία με την εκκλησία τα έχει ζητήσει και η μεταβίβαση θα ολοκληρωθεί μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου. Αυτή είναι μια κίνηση που επιτρέπει την συνέχιση της επιδότησης των ιερέων που είναι η πολιτική προσέγγιση όχι μόνο της Κυβέρνησης αλλά και της πλειοψηφίας τουλάχιστον των πολιτικών δυνάμεων κρίνοντας από το γεγονός ότι ποτέ κανένα κόμμα δεν διαφώνησε με το σχετικό κονδύλι, υπογράμμισε. Επιπλέον, ο Υπουργός είπε ότι είναι προτίμηση του κράτους το ποσό της επιδότησης να πηγαίνει στο εκκλησιαστικό ταμείο «για να μην προκύπτει έστω και στο ελάχιστο ζήτημα εργοδότη και εργοδοτούμενου, μεταξύ κράτους και ιερέων» και να μην προκύπτει ζήτημα το κράτος να πληρώνει πάνω στα 680 ευρώ μερίδιο συνεισφορών για ΓΕΣΥ, κοινωνικές ασφαλίσεις». Η διαχρονική πολιτική απόφαση αλλά και η θέση της παρούσας Κυβέρνησης είναι έναντι αυτής της μισθοδοσίας το κράτος να συνεισφέρει με ένα ποσό και με ένα ρυθμό αύξησης, που καθορίζονται με νόμο, πρόσθεσε. Από την πλευρά του ο κ. Χαριλάου είπε ότι μέσα σε πνεύμα κατανόησης και συνεργασίας με την Κυβέρνηση «βρήκαμε την σωστή διαδικασία» και ότι θα πρέπει να γίνει ένας νόμος που θα διέπει την επιδότηση.
Ανέφερε πως «δεν πρέπει αυτός ο νόμος να μπαίνει στην βάση μιας εμπορικής πράξης» και «ούτε το 1971 υπήρξε τέτοια πρόθεση εκκλησίας και κράτους». «Την τελευταία δεκαετία οποιαδήποτε προβλήματα ή θέματα υπάρχουν προσπαθούμε όποια και αν είναι η Κυβέρνηση να επιλύουμε αυτά τα θέματα και να πηγαίνουμε μπροστά», πρόσθεσε. Σε δηλώσεις του μετά τη συνεδρία, ο βουλευτής του ΑΚΕΛ Στέφανος Στεφάνου είπε ότι «μετά από τρεις συνεδρίες στις οποίες η Κυβέρνηση προσπαθούσε να μας πείσει με ψευδείς και παραπλανητικές παραστάσεις ότι η συμφωνία της Κυβέρνησης με την Αρχιεπισκοπή είναι συμφέρουσα με το κράτος, τελικά στην τέταρτη συνεδρία ήρθε ο Υπουργός Οικονομικών να μας αποκαλύψει ότι δεν είναι θέμα αν είναι συμφέρουσα ή όχι, είναι κυβερνητική πολιτική επιδότηση των μισθών των κληρικών». Δικαίωμα της Κυβέρνησης να έχει αυτή την πολιτική, αλλά γιατί όλο το προηγούμενο διάστημα, διερωτήθηκε ο κ. Στεφάνου, προσπαθούσε η Κυβέρνηση να μας παραπλανήσει. Ανέφερε ότι αν δεν ήταν οι επίμονες ερωτήσεις κυρίως από το ΑΚΕΛ για το περιεχόμενο, τους στόχους, ολόκληρο το σκηνικό σε σχέση με τη συμφωνία της Κυβέρνησης με την Αρχιεπισκοπή, το θέμα θα πήγαινε στην Ολομέλεια, θα ψήφιζε η Βουλή με λανθασμένες εντυπώσεις και παραστάσεις. Αυτό είναι ένα θέμα, σύμφωνα με τον κ. Στεφάνου, για την Κυβέρνηση πρωτίστως αλλά και για την Βουλή που δεν πρέπει να δέχεται αγόγγυστα κάθε φορά το ό,τι φέρνει η Κυβέρνηση και πως θέλει να το παρουσιάσει. Αναφορικά με την ουσία του θέματος, ο κ. Στεφάνου είπε ότι «μετά από την τέταρτη συζήτηση τα ερωτηματικά του ΑΚΕΛ αναφορικά με τους στόχους, την διαφάνεια και την διαχείριση των χρημάτων έτσι όπως προκύπτουν μέσα από τη συμφωνία, παραμένουν», προσθέτοντας ότι «το ΑΚΕΛ θα φέρει και τροπολογίες στη νομοθεσία και θα δούμε τι θα προκύψει μέσα από τη συζήτηση που θα γίνει». Ο Πρόεδρος του Κινήματος Οικολόγων Συνεργασίας Πολιτών Γιώργος Περδίκης είπε ότι το Κίνημα δεν έχει πειστεί από τους εξηγήσεις που έδωσε ο ΥΠΟΙΚ, προσθέτοντας ότι το Κίνημα δεν έχει καταλάβει γιατί χρειάζεται αυτή η νομοθεσία, γιατί αντί να πληρώνονται απευθείας οι ιερείς από την Κυβέρνηση όπως γίνεται από το 1971 θα αλλάξει δια νόμου για να πληρώνονται μέσω της εκκλησίας, χωρίς να μπορεί η πολιτεία να ελέγξει αυτή την διαδικασία. Ανέφερε ότι «ο ΥΠΟΙΚ κινήθηκε στην γραμμή ότι δεν αλλάζει τίποτε, το ποσό είναι εκεί και πληρώνεται από το 1971, ότι κανένα πολιτικό κόμμα δεν είχε ποτέ οποιανδήποτε ένσταση για αυτό το ποσό και απέφυγε να τοποθετηθεί στην ανησυχία όχι μόνο εμάς αλλά και των ιερέων γιατί να αλλάξει σήμερα αυτή η διαδικασία». Ανέφερε επίσης ότι τώρα αυτή η αντιμισθία θα καταβάλλεται σε ένα φορέα της εκκλησίας που δεν μπορεί να τον ελέγξει κανένας και να κατανέμεται από μέρους της εκκλησίας στους ιερείς όπως η ίδια η εκκλησία θέλει» και πρόσθεσε ότι «αυτό θυμίζει την ιστορία με τον ΚΟΑ και τις χορηγίες που ο ΚΟΑ μοιράζει στα αθλητικά σωματεία τα οποία δεν μπορεί να ελέγξει ούτε η Βουλή ούτε ο Γενικός Ελεγκτής με αποτέλεσμα να καταγγέλλονται σωρεία σκανδάλων». Ο κ. Περδίκης είπε ότι το Κίνημα δεν είναι εναντίον να επιχορηγείται η μισθοδοσία των ιερέων, αλλά θέλουμε να υπάρχει έλεγχος, όπως είπε, και να είναι εξασφαλισμένη ότι αυτή η μισθοδοσία θα φθάνει στους αποδέκτες που είναι οι ενοριακοί ιερείς. Ανέφερε επίσης ότι «πρέπει να υπάρχει στη νομοθεσία πρόνοια για αναθεώρηση της συμφωνίας και οπωσδήποτε θα χρειαστεί σε ένα μελλοντικό στάδιο να προστεθούν και άλλα τεμάχια εκ μέρους της εκκλησίας διότι αυτή η υποχρέωση που αναλαμβάνει η Κυβέρνηση θα είναι επ΄ αόριστον».