Με ανακοίνωση της, η Ελεγκτική Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας τοποθετείται σχετικά με το φλέγον θέμα των τηλεοπτικών δικαιωμάτων και τις διαπραγματεύσεις της Cytavision με ομάδες, μετά και τις διάφορες αντιδράσεις που έχουν προκύψει.Αναλυτικά:«Σε σχέση με δημοσιεύματα που αφορούν πιθανές συνεργασίες της Cyta με αθλητικά σωματεία για εξασφάλιση τηλεοπτικών δικαιωμάτων, η Ελεγκτική Υπηρεσία σημειώνει ότι για το θέμα αυτό υπήρξε εκτενής αναφορά στην πρόσφατη Έκθεση της για την Cyta που κατατέθηκε στην Βουλή των Αντιπροσώπων στις 15 Ιουνίου 2017 και η οποία βρίσκεται αναρτημένη στην ιστοσελίδα της Υπηρεσίας.
Στην Έκθεση καταγράφεται η θέση της Cyta ότι η Υπηρεσία Cytavision αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πρότασης τετραπλού παιχνιδιού προς τους πελάτες της καθώς και ο ισχυρισμός της πως υπάρχει έντονος ανταγωνισμός για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων προβολής των αγώνων των κυπριακών ομάδων, με αποτέλεσμα το κόστος απόκτησης των δικαιωμάτων να αυξάνεται διαχρονικά.
Όπως καταγράφεται στην Έκθεση, μετά από εσωτερικές συναντήσεις και σχετικές οδηγίες της ιεραρχίας, η Υπηρεσία Cytavision άρχισε διαπραγματεύσεις με τον ΑΠΟΕΛ, την ΟΜΟΝΟΙΑ, την ΑΝΟΡΘΩΣΗ και την ΚΟΠ για την αγορά/ανανέωση τηλεοπτικών δικαιωμάτων μετά το 2019.
Για το θέμα αυτό η θέση της Υπηρεσίας μας, όπως αυτή καταγράφεται στην υπό αναφορά Έκθεση, έχει ως ακολούθως:
«Η άποψη της Υπηρεσίας μας, όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενες Εκθέσεις μας, είναι ότι ουδεμία τέτοια δαπάνη δεν πρέπει να αναλαμβάνεται από την Αρχή εάν τεκμηριωμένα αυτή δεν παρέχει οικονομική ανταποδοτικότητα (value for money). Για τον σκοπό αυτό, έχουν καθοριστεί παράμετροι και κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό του ανταλλάγματος για την απόκτηση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων της κάθε ομάδας (π.χ. ο αριθμός των φιλάθλων της κάθε ομάδας, η κατάταξη στα τελευταία πρωταθλήματα, η τηλεθέαση των αγώνων) και να αξιολογούνται τα ωφελήματα που προέκυψαν από την χορηγία που δόθηκε παλαιότερα. Επίσης, κατά την διαδικασία της διαπραγμάτευσης, θα πρέπει να καταγράφονται οι προτάσεις και οι αντιπροτάσεις προς την Αρχή».
Είναι γνωστό ότι οι συστάσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας δεν έχουν εκτελεστικό χαρακτήρα. Τούτο είναι ορθό αφού διαφορετικά η Ελεγκτική Υπηρεσία θα καθίστατο μέρος της εκτελεστικής εξουσίας και θα έχανε την ανεξαρτησία της. Από την άλλη, στην Ετήσια Έκθεση μας για την Cyta για το 2013, με αφορμή την κατασπατάληση του αποθεματικού του Ταμείου Συντάξεων της Cyta αλλά και τη δαπάνη (και τότε) δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ για την Cytavision με αδιαφανείς διαδικασίες, είχαμε καταγράψει τα ακόλουθα:
«Σημειώνουμε ότι με βάση τον περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμο (Κεφ. 302) τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου θεωρούνται ότι εργοδοτούνται στη δημόσια υπηρεσία με την έννοια του Ποινικού Κώδικα. Στο σύγγραμμα του κ. Μιλτιάδη Μιλτιάδους «Οι ασκούντες επιχείρηση οργανισμοί δημοσίου δικαίου» αναφέρεται ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ενός ημικρατικού οργανισμού έχουν ευθύνη για τις πράξεις τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και η ευθύνη τους μπορεί να είναι ποινική ή αστική. Όπως αναφέρεται, τα μέλη μπορεί να υπέχουν ποινική ευθύνη για τη διάπραξη ορισμένων αδικημάτων του Μέρους ΙΙΙ του Ποινικού Κώδικα («Αδικήματα εναντίον της άσκησης νόμιμης εξουσίας») όπως είναι η κατάχρηση εξουσίας. Όσον αφορά στην αστική ευθύνη, στο σύγγραμμα εξηγείται ότι αυτή μπορεί να προκύπτει από ευθύνες των μελών έναντι του ίδιου του Οργανισμού, όπως το καθήκον για επίδειξη δεξιότητας και επιμέλειας για το οποίο τα παραδείγματα που παρατίθενται περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις άφρονες επενδύσεις, την παραγνώριση επαγγελματικών συμβουλών, τις μη εξουσιοδοτημένες πληρωμές, τη συσσώρευση επισφαλών χρεών κλπ. Όπως εξηγείται, σε τέτοιες περιπτώσεις αστικής ευθύνης, ο Οργανισμός έχει δικαίωμα να καταχωρήσει αγωγή εναντίον του αμελούς μέλους του διοικητικού συμβουλίου για να επιδιώξει αποζημίωση. Είναι συνεπώς εισήγηση μας ότι το Διοικητικό Συμβούλιο θα πρέπει να εξετάσει το θέμα και να υποβάλει σχετική εισήγηση στον Υπουργό Οικονομικών για το ενδεχόμενο παραπομπής του θέματος στον Γενικό Εισαγγελέα για το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων ή για το ενδεχόμενο να αναζητηθούν από τα πρόσωπα αυτά αστικές ευθύνες για τυχόν ζημιά που υπέστη η Αρχή εξ αιτίας των πράξεων ή παραλείψεων τους».
Στη βάση της πιο πάνω σύστασης μας, δρομολογήθηκαν για το θέμα του Ταμείου Συντάξεων της Cyta σημαντικές ενέργειες προς αναζήτηση της οφειλόμενης λογοδοσίας από τους υπαίτιους, αν και υπήρξε, και εξακολουθεί να υπάρχει, σημαντική καθυστέρηση και αντίσταση. Θεωρούμε όμως σημαντικό πως αναγνωρίστηκε ότι ουδείς μπορεί να παραμένει ατιμώρητος αν κατασπαταλά με άφρονα τρόπο, πόσο μάλλον με δόλιο τρόπο, την κρατική περιουσία που του εμπιστεύονται οι πολίτες. Σε αυτή τη γραμμή κινείται η Υπηρεσία μας».