Όλα ξεκίνησαν το 1910, όταν σε ένα μικρό χωριό της Αγγλοκρατούμενης τότε Κύπρου, στον Στατό της Πάφου γεννιόταν ο Στέλιος Κυριακίδης. Ήδη από πολύ μικρή ηλικία δεν έχανε την ευκαιρία να τρέξει, σταδιακά ο Μαραθώνιος του έγινε τρόπος ζωής. Σε ηλικία 19 ετών εγγράφεται στον Γυμναστικό σύλλογο «Ολύμπια» Λεμεσού τον οποίο δεν εγκατέλειψε ποτέ!
Το 1934 τον βρίσκει στην Αθήνα ως υπάλληλος της ΔΕΗ, και ταυτόχρονα αθλητή του Παναθηναϊκού, οι επιτυχίες δεν άργησαν να ρθούνε. Τις χρόνιες 1934 και 1936 κερδίζει χρυσά μετάλλια στους Βαλκανικούς αγώνες στα 10000 μέτρα και στον Μαραθώνιο, ενώ γίνεται ο πρώτος Έλληνας αθλητής σπάσει το ρεκόρ του Σπύρου Λούη, μια επίδοση περίπου 4 δεκαετιών! Ο Κυριακίδης θα συμμετάσχει με την Ελληνική αποστολή στους Ολυμπιακού Αγώνες του Βερολίνου που διεξήχθησαν το ίδιο έτος, χωρίς να διακριθεί. Όμως αυτή η συμμετοχή του λίγα χρόνια αργότερα θα τον σώσει από βέβαιο θάνατο! Αφού το 1943 κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής είχε συλληφθεί μαζί με άλλους Έλληνες, τελικώς τον έσωσε η κάρτα διαπίστευσης των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου που είχε φυλαγμένη ο αθλητής στο πορτοφόλι του από το 1936! Οι Γερμανοί βλέποντας ότι αυτός ο άνδρας είχε συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες τις χώρας τους τον άφησαν ελεύθερο.
Η απελευθέρωση της Ελλάδας το 1944 θα βρει την χώρα διαλυμένη και διχασμένη, έτοιμη να εισέλθει σε μια εμφύλια διαμάχη με ανυπολόγιστες συνέπειες. Ο Κυριακίδης αυτά τα δύσκολα χρόνια παίρνει την απόφαση να ξανατρέχει, βάζοντας ως μεγάλο στόχο τον Διεθνή Μαραθώνιο της Βοστώνης του 1946. Ήλπιζε πως με την παρουσία του εκεί να ευαισθητοποιούσε την αμερικανική κοινή γνώμη ώστε βοηθήσουν τον Ελληνικό λαό ο οποίος βρισκόταν σε κατάσταση εξαθλίωσης. Οι δυσκολίες και τα εμπόδια τεράστια, ο ίδιος ήταν σχεδόν για 5 χρόνια απροπόνητος, με τον οργανισμό του πλέον πολύ αδύναμο ώστε να ανταπεξέλθει σε τέτοιες συνθήκες αγώνα. Παρόλα αυτά η απόφαση του ήταν αμετάκλητη.
Στην Βοστώνη ο Κυριακίδης είχε να αντιμετωπίσει ακόμη ένα εμπόδιο· τους γιατρούς, οι οποίοι μετά από εξετάσεις που διενήργησαν στον αθλητή διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσε να τρέξει, καθώς ήταν επικίνδυνα αδύναμος. Όμως ο κύπριος αθλητής ήταν αποφασισμένος να τρέξει, γι’ αυτό και λίγο πριν την έναρξη του αγώνα ο Κυριακίδης με υπεύθυνη δήλωση του δήλωνε ότι είναι πλήρως ενήμερος για τους κινδύνους που αναλαμβάνει.
20 Απριλίου 1946, ο αγώνας αρχίζει. Ο Κυριακίδης ξεκινάει τον αγώνα ακολουθώντας αργό τέμπο κρατώντας απόσταση ασφαλείας από τους προπορευόμενους αθλητές, σταδιακά όμως ξεκίνησε να ανεβάζει στροφές και αρχίζει να προσπερνά τους αντιπάλους του τον ένα μετά τον άλλο. Οι ομογενείς που βρίσκονται στην άκρη του δρόμου τον επευφημούν δίνοντας του κουράγιο και δύναμη να συνεχίσει τον τιτάνιο αγώνα του. Τότε θα συμβεί και κάτι, που ο ίδιος ο Κυριακίδης το διηγήθηκε συγκινημένος χρόνια αργότερα… Ένας ηλικιωμένος ομογενής θα βρεθεί μπροστά του και εκλιπαρώντας τον, θα του φωνάξει: «ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΕΛΙΟ ΜΟΥ, ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΟΥ»… Αυτή η ικεσία θα βάλει φτερά στα πόδια του Κυριακίδη που τον οδηγήσει τελικά στην μεγάλη νίκη αφού πέρασαν 2:29:27, έκοψε το νήμα του τερματισμού με την ιαχή «ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ»!
Ήδη από την πρώτη στιγμή της επιτυχίας του ο Κυριακίδης ξεκαθάρισε πως δεν ήθελε τίποτα για αυτόν, «μόνο για την Ελλάδα…». Χαρακτηριστικά τα λόγια του αντιπάλου του Τζόνι Κέλι, όταν ρωτήθηκε γιατί δεν κατάφερε να κερδίσει τον αγώνα: «Πως θα μπορούσα να κερδίσω ποτέ έναν τέτοιον αθλητή; Εγώ έτρεχα για τον εαυτό μου κι αυτός για μια ολόκληρη πατρίδα».
Ο αγώνας και η επιτυχία του Κυριακίδη προκάλεσε την ευαισθητοποίηση τόσο των Αμερικανών αλλά και των ομογενών οι οποίοι σταδιακά συγκέντρωσαν ένα αξιοσέβαστο πόσο της τάξεως των 250.000 δολαρίων για ιατροφαρμακευτική βοήθεια προς την χειμαζόμενη Ελλάδα, ενώ δυο πλοία ξεκίνησαν από την Αμερική γεμάτα με είδη πρώτης ανάγκης και τρόφιμα. Η βοήθεια αυτή η οποία κατάφερε να συγκεντρώσει ο Κύπριος αθλητής, ονομάστηκε «Πακέτο Κυριακίδη». Ο ίδιος ο Κυριακίδης έφτασε στην Αθήνα δυο μήνες αργότερα, η υποδοχή ήταν πρωτόγνωρη, πέραν του ενός εκατομμυρίου Ελλήνων έσπευσε να τιμήσει με λαμπρές εκδηλώσεις τον «νέο Φειδιππίδη»!
Ακολούθησαν πολλές τιμές και διακρίσεις για αυτόν τον τίμιο αθλητή, ο οποίος μέχρι το τέλος της ζωής του το 1987 από κάθε πόστο που βρέθηκε δεν σταμάτησε το φιλανθρωπικό του έργο, ενώ με τις πράξεις και τις ενέργειες του (ίδρυση γυμναστικού συλλόγου) προσπάθησε να προσελκύσει στον αθλητισμό τους νέους.