Ο Δρ. Κάρυος εξηγεί: Το πραξικόπημα ήταν πρόφαση για την τουρκική εισβολή

Σάββατο, 15/7/2023 - 13:21

Σχεδόν 50 χρόνια μετά το ξέσπασμα του πραξικοπήματος οι συνέπειες παραμένουν ζωντανές, ανέφερε στο AlphaNews.Live ο ιστορικός Αντρέας Κάρυος. Οφείλουμε, όπως είπε, να μελετούμε τα γεγονότα που επέφεραν δεινά στον τόπο, καθώς με αυτό τον τρόπο θα εκτιμήσουμε ακόμη περισσότερο την Δημοκρατία.

Αναφερόμενος στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974, ο Δρ. Κάρυος, σημείωσε πως πρόκειται για ένα γεγονός που διαχρονικά η τουρκική πλευρά χρησιμοποιεί για να δικαιολογήσει την στάση της.

Μιλώντας ωστόσο για ένα ιστορικό γεγονός, επισήμανε πως θα πρέπει δούμε τα αίτια, τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώθηκε το πραξικόπημα, το αποτέλεσμα και τις συνέπειες.

Πως φθάσαμε στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974

Αναφερόμενος στο πραξικόπημα ο Δρ. Κάρυος μίλησε για μια οργανωμένη προσπάθεια της χούντας των Αθηνών σε συνεννόηση με τους συνεργάτες της στην Κύπρο, για να ανατρέψει δια της χρήσης βίας την κυβέρνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.

Οι λόγοι που οδήγησαν στην οργανωμένη αυτή προσπάθεια, πρόσθεσε, είναι τόσο πολιτικοί όσο και προσωπικοί.

Κατά την διάρκεια της δικτατορίας στην Ελλάδα οι σχέσεις μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας ήταν τεταμένες. Ενώ το πραξικόπημα του 1974 αποτελεί την κορύφωση αυτής της έντασης, καθώς πρόκειται για απόπειρα φυσικής εξόντωσης του Μακαρίου.

Όπως εξήγησε ο Δρ. Κάρυος, η χούντα των Αθηνών θεωρούσε τον Μακάριος φιλοκομμουνιστή γιατί θεωρούσε πως η αδέσμευτη εξωτερική πολιτική που ακολουθούσε η Κυπριακή Δημοκρατία, ερχόταν σε αντίθεση με την δυτικόφιλικη εξωτερική πολιτική της Ελλάδας η οποία ήταν μέλος του ΝΑΤΟ.

Επιπλέον, ο δικτάτορας Δημήτριος Ιωαννίδης σε μια προσπάθεια να εδραιώσει το καθεστώς του, αφού είχε σχετικά πρόσφατα ανέλθει στην εξουσία – τον Φθινόπωρο του 1973 – ήθελε να πετύχει μια νίκη στο κυπριακό, έτσι ώστε να αποδείξει την αναγκαιότητα του δικτατορικού καθεστώτος που εγκαθίδρυσε ο ίδιος. Στο πλαίσιο αυτό ο δικτάτορας Ιωαννίδης θεωρούσε πως σε περίπτωση που έπεφτε η κυβέρνηση του Μακαρίου, θα μπορούσε να επιτευχθεί η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

Σύμφωνα με τον Δρ. Κάρυο, ο Ιωαννίδης προσπάθησε να ακολουθήσει μια πιο δυναμική πολιτική, έναντι της Άγκυρας στο Κυπριακό. «Ήθελε να ακολουθήσει μια πιο δυναμική πολιτική και να αναλάβει τον έλεγχο των πραγμάτων στην Κύπρο χρησιμοποιώντας το κυπριακό σε μια αντιπαράθεση με την Τουρκία ώστε να αποκομίσει οφέλη η Ελλάδα».

Σε σχέση όμως με τους λόγους που οδήγησαν στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, υπάρχει και το προσωπικό στοιχείο καθώς ο δικτάτορας Ιωαννίδης υποτιμούσε τον Μακάριο.

Η προσωπική αντιπάθεια του Ιωαννίδης εναντίον του Μακάριου οφειλόταν κυρίως στο γεγονός ότι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος σε αντίθεση με τον Δημήτριο Ιωαννίδη, ήταν εκλεγμένος ηγέτης του κυπριακού ελληνισμού. Ενώ ο Δημήτριος Ιωαννίδης είχε καταλάβει την εξουσία μέσω πραξικοπήματος.

8

Οι «εγκέφαλοι» του Πραξικοπήματος

Η εξελικτική πορεία για τον σχεδιασμό της πραξικοπηματικής ανατροπής του Μακαρίου έγινε την περίοδο μεταξύ Φεβρουάριο – Μάρτιο του 1974. Σε αυτή την διαδικασία ανάληψης της απόφασης για το πραξικόπημα ο Δημήτριος Ιωαννίδης είχε ως συνεργάτες του τον τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Φαίδωνα Γκιζίκη, τον Έλληνα Πρωθυπουργό Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο και τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων της Ελλάδας Γρηγόριο Μπονάνος.

Ήταν όλοι στενοί συνεργάτες του δικτάτορα Ιωαννίδη, τους οποίους έλεγχε και κατάφερε να τους πείσει για την αναγκαιότητα της πραξικοπιματικής ανατροπής της κυβέρνησης Μακαρίου.

Καθοριστικό ωστόσο ρόλο για την εκτέλεση του πραξικοπήματος διαδραμάτισε, σύμφωνα με τον Δρ. Κάρυο, η επιστολή που απέστειλε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος προς τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Φαίδωνα Γκιζίκη, στις 2 Ιουλίου 1974.

Μέσα από την επιστολή ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος κατηγορούσε την χούντα για την υποστήριξη που προσέφερε στην οργάνωση της ΕΟΚΑ Β’ έτσι ώστε να δρα εναντίον της κυπριακής κυβέρνησης, για να αποσταθεροποιηθεί η κατάσταση στην Κύπρο και κατ’ επέκταση η κυβέρνηση Μακαρίου.

Αξίωνε επίσης άμεση αποχώρηση των Ελλαδιτών αξιωματικών που υπηρετούσαν στην Κύπρο και του ανακοίνωνε την απόφαση που είχε λάβει το Υπουργικό Συμβούλιο της Κύπρου για μείωση της στρατιωτικής θητείας των Κυπρίων στρατιωτών από 24 σε 14 μήνες. Με αυτό τον τρόπο θα μειωνόταν ο αριθμός των στρατευμάτων στην Κύπρο, καθώς και οι ανάγκες σε αξιωματικούς, κάτι που θα σήμαινε λιγότεροι Ελλαδίτες αξιωματικοί στην Κύπρο.

Ο Μακάριος κατηγορούσε την χούντα ότι έστελνε αντιμακαριακούς αξιωματικούς για να δημιουργούν συνθήκες αποσταθεροποίησης εναντίον της κυβέρνησης Μακαρίου.

Η διαταγή για την εκτέλεση του πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου 1974 δόθηκε από τον ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη και τον αρχηγό των Ένοπλων Δυνάμεων της Ελλάδας, στρατηγό Γρηγόριο Μπονάνο.

Βάσει του πραξικοπηματικού σχεδίου, την ηγεσία του πραξικοπήματος αναλαμβάνει ο έμπιστος άνθρωπος του Δημήτριου Ιωαννίδη, ο ταξίαρχο Μιχαήλ Γιωργίτσης, ο οποίος εκείνη την περίοδο αναπλήρωνε τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου της Εθνικής Φρουράς, στρατηγό Ντενίσι ο οποίος καλέστηκε εσκεμμένα από την χούντα στην Ελλάδα, με απώτερο σκοπό την απομάκρυνση του από την Κύπρο, καθώς ήταν γνωστή η αντίρρηση του στο ενδεχόμενο πραξικοπήματος.

Το επιχειρησιακό σκέλος του πραξικοπήματος θα το είχε ο συνταγματάρχης των καταδρομών Κωνσταντίνος Κομπότης.

Το πραξικοπηματικό σχέδιο προέβλεπε την αιφνιδιαστική έναρξη του πραξικοπήματος και την κατάληψη της Λευκωσίας και άλλων πόλεων από την Εθνική Φρουρά. Από Κύπριους δηλαδή στρατιώτες που θα συμμετείχαν στο πραξικόπημα, με την βοήθεια των έμπιστων Ελλαδιτών αξιωματικών στην Κύπρο.

Την τότε περίοδο, πρόσθεσε ο Δρ. Κάρυος, επικρατούσε ένα ιδιότυπο κλίμα στην Κύπρο, καθώς στο νησί έφτασαν φήμες για την εκδήλωση του πραξικοπήματος.

Φιλομακαριακές εθελοντικές δυνάμεις και κυπριακή αστυνομία βρίσκονταν σε επιφυλακή. Επίσης, υπήρχαν και κάποια έκτακτα μέτρα επιτήρησης στρατοπέδων γύρω από την Λευκωσία.

Την ίδια ώρα ωστόσο, ο Μακάριος είχε υποτιμήσει κατά κάποιο τρόπο τον κίνδυνο. Θεωρούσε πως οι Ελλαδίτες αξιωματικοί στην Κύπρο δεν θα υπάκουσαν στις προθέσεις της χούντας για εκδήλωση πραξικοπήματος στην Κύπρο.

Η επιχείρηση του πραξικοπήματος

Το πραξικόπημα εκδηλώθηκε την Δευτέρα 15 Ιουλίου 1974, γύρω στις 8:20 το πρωί, μετά από διαταγές της χούντας του Ιωαννίδης, με το κωδικό σύνθημα «Αλέξανδρος εισήχθη στο νοσοκομείο».

Σε σχέση με την επιλογή της χρονικής στιγμή που θα εκδηλωνόταν το πραξικόπημα, σύμφωνα με τον Δρ. Κάρυο, οι οργανωτές του πραξικοπήματος είχαν υπολογίσει πως κατά τις πρωινές ώρες ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος θα επέστρεφε στο Προεδρικό Μέγαρο, από την προεδρική εξοχική κατοικία στο Τρόοδος όπου συνήθιζε να μεταβαίνει τα σαββατοκύριακα της καλοκαιρινής περιόδου. Την ίδια ώρα η κυκλοφορία στους δρόμους της Λευκωσίας θα ήταν περιορισμένη αφού αρκετοί πολίτες θα βρίσκονταν στις παραλίες. Υπολόγιζαν επίσης πως η Αστυνομία και το εφεδρικό σώμα θα επαναπαύονταν εφόσον θα είχε επιτευχθεί η ασφαλή μετάβαση του Μακαρίου στο Προεδρικό.

Το πραξικόπημα εκτελέστηκε από την κυπριακή Εθνική Φρουρά η οποία βρισκόταν υπό τον έλεγχο Ελλαδιτών αξιωματικών που πρόσκεινταν στη χούντα και διοικούσαν στην Κύπρο.

Στο πραξικόπημα συμμετείχαν τεθωρακισμένες μονάδες, καταδρομείς, ένα μικρό τμήμα του ναυτικού της Εθνικής Φρουράς και μερικές υπομονάδες της ΕΛΔΥΚ.

Αυτές οι μονάδες κατόρθωσαν με την χρήση βίας να καταλάβουν το Προεδρικό Μέγαρο, αστυνομικούς σταθμούς στη Λευκωσία, το Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο, την Αρχή Τηλεπικοινωνίων, το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, καθώς και άλλους σημαντικούς στόχους που είχαν θέση.

Το αποτέλεσμα του πραξικοπήματος

Ένα βασικό ζητούμενο για το πραξικόπημα ήταν η φυσική εξόντωση του Μακαρίου, κάτι το οποίο δεν επιτεύχθηκε.

Ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατάφερε να διαφύγει από το Προεδρικό Μέγαρο και μετέβη στην Πάφο. Εκεί το απόγευμα της 15ης Ιουλίου ηχογραφήθηκε ραδιοφωνικό διάγγελμα, μέσω του οποίου ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ανακοίνωνε στον λαό ότι ήταν ζωντανός, διαψεύδοντας τις πληροφορίες που διακινούσαν μέσω του ΡΙΚ οι πραξικοπηματίες, ότι ο Μάκαριος ήταν νεκρός. Καλούσε επίσης τον ελληνικό κυπριακό λαό να αντισταθεί στις δυνάμεις του χουντικού πραξικοπήματος.

Στις 16 Ιουλίου 1974 ο Μακάριος φυγαδεύεται με βρετανικό ελικόπτερο στην βάση Ακρωτηρίου, από εκεί με Βρετανικό αεροπλάνο μεταβαίνει στην Μάλτα και στην συνέχεια στον Λονδίνο.

Ακολούθως μεταβαίνει, μέσω Βρετανίας, στη Νέα Υόρκη όπου στις 19 Ιουλίου 1974 πραγματοποιεί ομιλία στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, καταγγέλλοντας την ανατροπή της κυβέρνησης του από την χούντα των Αθηνών.

7

Στο μεταξύ, στο εσωτερικό μέτωπο της Κύπρου η Εθνική Φρουρά η οποία τελούσε υπό την ηγεσία Ελλαδιτών αξιωματικών στην Κύπρο που πρόσκεινταν στην χούντα, αναλαμβάνει τον έλεγχο της Κύπρου.

Επίσης η χούντα προσπάθησε να εγκαθιδρύσει προσκείμενη κυβέρνηση στην Κύπρο. Στο πλαίσιο αυτό διορίζει πραξικοπηματική κυβέρνηση υπό την διοίκηση του Νίκου Σαμψόν ο οποίος ήταν διευθυντής της εφημερίδας μάχης, βουλευτής και παλιός αγωνιστής της ΕΟΚΑ. Η πραξικοπηματική κυβέρνηση αποτελείτο από Ελληνοκύπριους και όχι από Ελλαδίτες.

Με το που επέβαλε τον έλεγχο της στην Κύπρο η δικτατορία, επιβληθεί λογοκρισία και το ΡΙΚ βρισκόταν υπό στρατιωτικό έλεγχο. Υπήρξε επίσης αποδιοργάνωση της Εθνικής Φρουράς και του αμυντικού σχεδιασμού της Κύπρου, καθώς είχαμε μετακίνηση και καταπόνηση μονάδων προκειμένου να συμμετάσχουν στο πραξικόπημα.

Η Εθνική Φρουρά έμεινε ακέφαλη σε ένα κρίσιμο χρονικό διάστημα και την ηγεσία την είχαν αξιωματικοί του Ιωαννίδη οι οποίοι ήταν άβουλοι. Όταν στην συνέχεια εκδηλώθηκε η τουρκική εισβολή δεν μπορούσαν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.

Στο μεταξύ, με την εκδήλωση του πραξικοπήματος κορυφώνεται και ο διχασμός της κυπριακής ελληνικής κοινωνίας, μεταξύ μακαριακών και αντιμακαριακών.

Ο αριθμός των αναγνωρισμένων νεκρών του πραξικοπήματος φθάνει τους 98. Από αυτούς οι 93 είναι ελληνοκύπριοι και άλλοι πέντε Ελλαδίτες στρατιωτικοί.

Από πλευράς αντιστασιακών έχασαν την ζωή τους 41 άτομα. Από πλευράς επιτιθέμενων υπήρξαν και 41 νεκροί, ενώ σκοτώθηκαν και 16 πολίτες.

Το Πραξικόπημα πρόφαση για την Τουρκική εισβολή

Το πραξικόπημα χρησιμοποιήθηκε από την Άγκυρα ως πρόφαση και όχι ως αιτία για να εισβάλει στην Κύπρο, είπε ο Δρ. Κάρυος. Όπως εξήγησε δεν ήταν η πρώτη φορά που η Άγκυρα σκέφτηκε να εισβάλει στην Κύπρο. Απειλές για εισβολή στην Κύπρο είχαν διατυπωθεί και την δεκαετία του 1960 από την Άγκυρα εναντίον της Λευκωσίας.

Διαχρονικά, μέχρι και σήμερα, η Τουρκική ηγεσία μιλά για «ειρηνευτική αποστολή» στην Κύπρο και αρνείται ότι πραγματοποίησε εισβολή στο νησί. Σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσουν τις ενέργειες τους, αναφέρουν πως λόγω του πραξικοπήματος στην Κύπρο υπήρχε κίνδυνος για τους Τουρκοκύπριους, ενώ, όπως αναφέρει η Τουρκική ηγεσία, κινδύνευε να ανατραπεί το καθεστώς που δημιουργούσαν οι συνθήκες Ζυρίχης – Λονδίνου.

Οι ισχυρισμοί της Άγκυρας και οι αλήθειες

Τα πιο πάνω επιχειρήμετα της Τουρκικής ηγεσίας διέψευσε ο Δρ. Κάρυος, επικαλούμενος τα γεγονότα. Όπως εξήγησε, κατά την διάρκεια του πραξικοπήματος δεν προέκυψε οποιοσδήποτε κίνδυνος για τους Τουρκοκύπριους στο νησί, καθώς δεν υπήρχαν επιθέσεις εναντίον τους. Εξάλλου, είπε, δεν υπήρξε κάποια εμπλοκή της τουρκοκυπριακής μειονότητας στα γεγονότα.

Επικαλούμενη το Άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεως όπου συμβαλλόμενα μέλη ήταν η Βρετανία, η Ελλάδα και η Τουρκία ως εγγυητές της Κυπριακής Ανεξαρτησίας, η Τουρκία  πραγματοποίησε εισβολή στην Κύπρο αποσκοπώντας στο να προσφέρει προστασία στους Τουρκοκύπριους και να αποκαταστήσει την συνταγματική τάξη στην Κύπρο.

Παρόλα αυτά, όπως ανέφερε ο Δρ. Κάρυος, η πραξικοπηματική κυβέρνηση δεν ανακοίνωσε ποτέ ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. «Αντίθετα σε διάγγελμα της διαβεβαίωσε ότι η Κύπρος θα συνέχιζε την αδέσμευτη και ανεξάρτητη πολιτική της πορεία».

Υπενθύμισε μάλιστα πως με την έναρξη της τουρκικής εισβολής η Κυβέρνηση Σαμψών παραιτήθηκε από την προσωρινή ανάληψη της παράνομης προεδρίας του, και την εξουσία ανέλαβε ο τότε Πρόεδρος της Βουλής, Γλαύκος Κληρίδης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Έχουμε την εξέλιξη των γεγονότων σύμφωνα με τον νόμιμο τρόπο που προνοούσε το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. H Συνταγματική τάξη υπήρχε και ήταν νόμιμη, δεν ανατράπηκε μετά τα γεγονότα.