Κύπρος και μείωση εκπομπών στο 100% μέχρι το 2050

Παρασκευή, 29/9/2023 - 18:24
Μικρογραφία

Η Κύπρος θα μπορούσε να θέσει ως μακροπρόθεσμο στόχο τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στο 100% μέχρι το έτος 2050, εκτίμησε ο Πρόεδρος της ΡΑΕΚ Ανδρέας Πουλλικκάς σημειώνοντας ότι το ενεργειακό σύστημα μπορεί να μετατραπεί σε έξυπνο και ψηφιοποιημένο, ευέλικτο, αποκεντρωμένο, ηλεκτρικά διασυνδεδεμένο και διασυνδεδεμένο με αγωγούς ή εικονικούς αγωγούς φυσικού αερίου ή υδρογόνου, όπου το υδρογόνο θα χρησιμοποιείται σε όλους τους ενεργειακούς τομείς με τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συστημάτων αποθήκευσης και ηλεκτροκίνησης.

Σύμφωνα με ανακοίνωση της ΡΑΕΚ ο κ. Πουλλικκάς απαντούσε σε ερώτηση κατά τη διαρκεια του 8ου Συνεδρίου Ενεργειακής Μετάβασης του Ελληνικού Οργανισμού Ενεργειακής Οικονομίας (HAEE), με θέμα «Επανεξετάζοντας την ενέργεια: Η νέα κατάσταση για ένα ασφαλές και βιώσιμο μέλλον», στο οποίο παρευρέθηκε μαζί με το Μέλος της ΡΑΕΚ Άκης Χατζηγεωργίου.

Στο πλαίσιο του Συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα μεταξύ 27 με 29 Σεπτεμβρίου 2023, ο Δρ. Πουλλικκάς προσκλήθηκε ως επίτιμος ομιλητής στην πρώτη Ενότητα με τίτλο «Επανεξέταση των αγορών ενέργειας και της ρύθμισης» όπου είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί επί του θέματος.

Αναφέρεται ότι ο κ Πουλλικκάς είπε πως «ως αποτέλεσμα της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία, η παγκοσμιοποίηση, όπως την ξέρουμε, έχει τελειώσει. Η παγκοσμιοποίηση θα συνεχίσει να υπάρχει, αλλά με διαφορετική μορφή και το νέο ενεργειακό τοπίο θα προσθέσει νέους κινδύνους, αλλά και νέες ευκαιρίες».

«Οι αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν διαχωριστεί ως αποτέλεσμα του πολέμου, αφού έχουν δημιουργηθεί τρία μεγάλα μπλοκ όπως η Ρωσία-Κίνα-Ινδία, η Δύση και η Μέση Ανατολή. Η αρχιτεκτονική του παγκόσμιου μοντέλου «χαμηλού κόστους», καθώς αναδύονται παρεμβατικές πολιτικές, έχει αντικατασταθεί από το μοντέλο «χαμηλού κόστους κοντά στον πελάτη» για την επίλυση προβλημάτων της εφοδιαστικής αλυσίδας», πρόσθεσε.

Ταυτόχρονα, ο Πρόεδρος της ΡΑΕΚ ανέφερε ότι η ΕΕ μετατοπίζει την εστίασή της σε καθαρές πηγές ενέργειας με στόχο να έχει περισσότερα από 700 GW ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως το 2030.

Η ενεργειακή μετάβαση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην απόσυρση καυσίμων με βάση τον άνθρακα και στην εξάρτηση από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αποθήκευση, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, κατανεμημένους ενεργειακούς πόρους και απόκριση ζήτησης. Αλλά πρέπει αυτοί οι στόχοι να επιτευχθούν με: (α) κοινωνικά δίκαιο, (β) οικονομικά αποδοτικό και (γ) ανταγωνιστικό τρόπο και διατηρώντας ταυτόχρονα την ασφάλεια του εφοδιασμού.

Ερωτηθείς για την άποψη του κατά πόσο μπορεί ο υφιστάμενος σχεδιασμός της αγοράς να στηρίξει την ενεργειακή μετάβαση αρχικά απάντησε ότι η ρύθμιση του ενεργειακού τομέα ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Τα κράτη εφάρμοσαν αυτές τις μεταρρυθμίσεις με το δικό τους τρόπο, αφού εκείνη την εποχή το ενεργειακό σύστημα ήταν ουσιαστικά σε σταθερή κατάσταση. Οι εισροές και οι εκροές, καθώς και οι τεχνολογίες παραγωγής και παράδοσης μπορούσαν να προβλεφθούν με σχετική βεβαιότητα.

Όμως, σημείωσε, η ενεργειακή μετάβαση που βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη διαλύει αυτές τις συνθήκες.

Σύμφωνα με τον κ. Πουλλικκά, η σταθερότητα και η γραμμικότητα αντικαθίστανται από την αβεβαιότητα και την πολυπλοκότητα με αποτέλεσμα να εγείρονται ερωτήματα όπως (α) πώς μπορούν να ελαχιστοποιηθούν τα ποσοστά περικοπών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και παράλληλα να αυξηθεί η διείσδυσή τους; (β) πώς μπορούν να επιταχυνθούν οι επενδύσεις σε υποδομές μεταφοράς και διανομής προκειμένου να υποστηριχθεί η ενεργειακή μετάβαση; (γ) πώς μπορούν να επιταχυνθούν οι επενδύσεις σε τεχνολογίες αποθήκευσης; και (δ) πώς μπορεί να γίνει εφικτή η μετάβαση προς την οικονομία υδρογόνου και με ποιο κόστος;

Προστίθεται ότι επιπλέον, ανέφερε ότι σήμερα το ρυθμιστικό πλαίσιο δεν αντιμετωπίζει πλέον τους πελάτες ως καταναλωτές που χρησιμοποιούν απλώς ηλεκτρισμό, εγκαθιστούν ενεργειακά συστήματα (όπως φωτοβολταϊκά και μπαταρίες) και αγοράζουν συσκευές.

Αντί αυτού, σημείωσε, σήμερα οι καταναλωτές αντιμετωπίζονται όλο και περισσότερο ως «συμμετέχοντες στην αγορά» ή ως «έμποροι ενέργειας» που λαμβάνουν θέσεις στην αγορά με βάση τις συμβάσεις που επιλέγουν να συνάψουν.

Για αυτό, όπως είπε, χρειάζεται να σκεφτούμε δύο φορές πριν ξεκινήσουμε τον πλήρη επανασχεδιασμό των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς η τρέχουσα θεωρία και πρακτική της αγοράς ενέργειας μπορεί ακόμα να υποστηρίξει βέλτιστες λειτουργίες και επενδύσεις.

Πρόσθεσε ότι επίσης, η εσωτερική αγορά ηλεκτρισμού της ΕΕ διαδραματίζει καίριο ρόλο στην προώθηση και τη χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης. Προωθεί τον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών ηλεκτρισμού και ενθαρρύνει την καινοτομία και την αποδοτικότητα.

Επιτρέπει την ενσωμάτωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως η αιολική και η ηλιακή, στην αγορά ηλεκτρισμού με βέλτιστο τρόπο βάσει των όρων της αγοράς. Δηλαδή, ενσωμάτωση και συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην αγορά ηλεκτρισμού με τα ίδια δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις με τους συμβατικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής.

«Ερωτηθείς κατά πόσο η Κύπρος θα μπορούσε να καταστεί κλιματικά ουδέτερη ο Δρ. Πουλλικκάς ανέφερε ότι η Κύπρος θα μπορούσε να θέσει ως μακροπρόθεσμο στόχο τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στο 100% μέχρι το έτος 2050, όπου το ενεργειακό σύστημα μπορεί να μετατραπεί σε έξυπνο και ψηφιοποιημένο, ευέλικτο, αποκεντρωμένο, ηλεκτρικά διασυνδεδεμένο και διασυνδεδεμένο με αγωγούς ή εικονικούς αγωγούς φυσικού αερίου ή υδρογόνου όπου το υδρογόνο θα χρησιμοποιείται σε όλους τους ενεργειακούς τομείς με τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συστημάτων αποθήκευσης και ηλεκτροκίνησης», καταλήγει η ανακοίνωση της ΡΑΕΚ.

Πηγή
ΚΥΠΕ