Την συντηρητική δεξιά τάση της ελληνικής κοινωνίας την παρούσα εκλογική περίοδο κατέγραψαν οι επαναληπτικές εκλογές. Η νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη και η ισχυρή εντολή που πήρε από τον ελληνικό, επιβεβαιώνει την ίδια ώρα την απουσία σοβαρής πρότασης από τις λεγόμενες προοδευτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Για πρώτη φορά από το 1975 μέχρι σήμερα, το δεύτερο κόμμα στην Ελλάδα δεν έχει τη δυνατότητα από μόνο του να καταθέσει πρόταση μομφής.
Αυτό που σχολιάζεται όμως, είναι η επάνοδος της ακροδεξιάς στην ελληνική βουλή με το κόμμα των «Σπαρτιατών» το οποίο έχει τη στήριξη του καταδικασθέντα πρώην Χρυσαυγίτη Ηλία Κασιδιάρη. Στην Ελλάδα σχολιάζουν πως με αυτό τον τρόπο, ο δικηγόρος για παράδειγμα του Κασιδιάρη ο οποίος εκλέγηκε με το συγκεκριμένο κόμμα βουλευτής, κατάφερε να “επαναφέρει” τον καταδικασθέντα Χρυσαυγίτη πίσω στα έδρανα της Βουλής. Αξιοσημείωτο το γεγονός πως ο επικεφαλής του κόμματος ευχαρίστηε τον Κασιδιάρη χαρακτηρίζοντας τον ως το “καύσιμο που τους έδωσε ώθηση.
Η Νίκη του Δημήτρη Νατσιού από την άλλη είναι συντηρητική με το ζήτημα της θρησκείας, των ΛΟΑΤΚΙ και όχι μόνο, ενώ η Ελληνική Λύση συντηρητική ως προς τα εθνικά ζητήματα και την αντίληψη της γεωπολιτικής σκακιέρας.
“Σπαρτιάτες”, “Ελληνική Λύση” και “Νίκη” εκτιμάται πως σχηματίζουν ένα υπολογίσιμο ακροδεξιό πόλο εντός της Βουλής των Ελλήνων δημιουργώντας ζήτημα για τη Νέα Δημοκρατία η οποία ενδέχεται να πιεστεί για να μετακινηθεί πιο δεξιά.
Το φαινόμενο ανόδου τέτοιων κινημάτων και πολιτικών δυνάμεων δεν είναι βεβαίως ελληνικό αφού το φαινόμενο των ακραίων κινημάτων φαίνεται να ακμάζει ξανά στην Ευρώπη. Η ήττα της κεντρώας αριστεράς στην Ελλάδα είναι συντριπτική αν αναλογιστεί κανείς το γεγονός ότι πέραν της αυτοδυναμίας της Νέας Δημοκρατίας, στη Βουλή εισέρχονται άλλα δύο συντηρητικά δεξιά κόμματα με παρόμοια χαρακτηριστικά και ρητορική. Θέματα όπως το μεταναστευτικό και πτυχές ζητημάτων που σχετίζονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα προκαλούν την αντίδραση μέρους της κοινωνίας την οποία αξιοποιούν με λαϊκίστικο και τοξικό λόγο ανάλογα κινήματα.